Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου (25/3/1911-10/5/2001)
Η ιστορία της ηρωικής Κύπρου από τις παραμονές του 1940 μέχρι την 10ην Μαΐου 2001 που αποχαιρέτησε την Κύπρο του, ευθύς ως άκουσε από το πρωινό δελτίο ειδήσεων την ανάκρουση του Εθνικού μας Ύμνου. Τά βήματα της ενενηντάχρονης ζωής του δεν τα περπάτησε απλώς στα πολύκλαδα σταυροδρόμια της πολύπαθης Κυπριακής Ιστορίας. Όπως γράφει ο ίδιος «… θεώρησα υποχρέωση και καθήκον μου από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, να στρατευθώ σε τούτον τον αγώνα για την εθνική αποκατάσταση του Κυπριακού Ελληνισμού. Και στρατεύθηκα» [Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου, «Η Μαρτυρία μου», σελ 529]. Καημός και πόθος και σκοπός της προσωπικής του στρατεύσεως είναι το τετράστιχο που σαν επίγραμμα εκφράζεται σ’ αυτή τη στροφή:
«Κύπρο, Πατρίδα μου χρυσή,
τάμα σου κάνω και ευχή
η λευτεριά να ξαναρθεί
απ’ άκρη σ’ άκρη στο Νησί».
Γι’ αυτό, το περπάτημα του Παπασταύρου στην Κυπριακή ιστορία άφησε αχνάρια – δείκτες πορείας για τους συγχρόνους του και για τις μελλούμενες γενιές. Όλα του τα ίχνη, απ’ όποια πλευρά κι αν τα πάρεις, συγκλίνουν πάντα στην ίδια κατεύθυνση: στην Μάνα Ελλάδα. Σκιρτούσαμε μαζί του όσοι τον ακούγαμε να τρικυμίζει τον αέρα με την βροντώδη ωραία φωνή του:
«Θα ενώσουμε την Κύπρο μας
μάτια πολλά το λένε
όπου γελούν και κλαίνε…
Το λεν πουλιά της Πιτσιλιάς
τ’ αηδόνια Μαραθάσας
που τάσκιαζε η παγωνιά
κι ανατριχίλα φόβου.
Θα ενώσουμε την Κύπρο μας
με την Ελλάδα μάνα μας.
Το λένε κτύποι και βροντές
το λένε κι οι καμπάνες
το λένε κι οι χαρούμενες
κι οι μαυροφόρες μάνες.
Θα ενώσουμε την Κύπρο μας
με την Ελλάδα μάνα μας…»
Αταλάντευτη η αγωνιστική του πορεία προς την: «Ένωσιν και μόνον Ένωσιν!». Κι όταν ο χείμαρρος αυτού του πόθου φούσκωνε μέσα του ορμητικός, ο Παπασταύρος άστραφτε και βρόνταγε πάνω στο όποιο βήμα:
«Ξύπνα καημένε μου ραγιά
και σήκου το κεφάλι
τη δόξα πούχες μια φορά
απόκτησε την πάλι,
Ξύπνα καημένε μου ραγιά
ξύπνα να δεις ελευτεριά
Διψούν οι κάμποι για νερά
και τα βουνά για χιόνια
διψά κι η Κύπρος λευτεριά
η σκλάβα τόσα χρόνια.
Ξύπνα καημένε μου ραγιά…».
Η ιστορία της Κύπρου στα ανεπανάληπτα εκείνα χρόνια, τα ματόβρεχτα, ηρωικά της Ε.Ο.Κ.Α. (1955-1959), στην προμετωπίδα του αχειροποίητου μαυσωλείου, που ο καθένας ανήγειρε στην ψυχή του, ήδη έχει χαράξει στην πρώτη σειρά το όνομα του Παπασταύρου. Διότι αυτός ο απλός Ρασοφόρος ήταν η ψυχή του Αγώνα. Ως και προ ετών μόλις, αφού οι Τούρκοι αλωνίζουν την Κύπρο, σε μια στιγμή εξομολογητικού ηρωισμού, ο Παπασταύρος με φλογερή τη ματιά ξέσπασε: «Δώστε μου 40 παλικάρια, και την ελευθερώνω την Κύπρο. Ναι, 40 μονάχα· δεν μου χρειάζονται περισσότερα».
Αυτός ήταν ο Παπασταύρος!
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτός! Ο ήρως, ο αγωνιστής, ο αρχηγός, ο εμπνευστής, ο «μάρτυς» της Ελευθερίας, κι ας μη τον σκότωσαν. Υπάρχουν πολλών ειδών βασανισμοί. Κι αυτό το ξέρουν οι Κύπριοι· το μαρτυρούν κι οι εξορίες του στις Σεϋχέλλες (1956-57) μαζί με τους συνεξορίστους του πρωταιτίους (Μακάριο Γ’, Αρχιεπίσκοπο, Κυπριανό Κυρηνείας, Πολύκαρπο Ιωαννίδη, τον εκδότη της «Εφημερίδος») και στην συνέχεια, η εξορία στην Αθήνα (1957-1959).
Ο Παπασταύρος ήταν προ παντός πνευματικός Άνθρωπος. Τίποτε το τραχύ στον χαρακτήρα του και στην αναστροφή του, κι ας ήταν ένας ορμητικός «μπουρλοτιέρης» στον αγώνα. Καλλιεργημένος ψυχικά, έξυπνος άνθρωπος, μορφωμένος, κοινωνικά ευπρεπής, αυτός ο φλογερός μαχητής, ήταν ένας πράος λευίτης στη συναναστροφή του, στοργικός, καλόκαρδος, φιλόξενος, ευπροσήγορος, ευγενής. Άριστος πνευματικός στο εξομολογητήριο. Άριστος και στις κοινωνικές του σχέσεις.
Εκείνο το Σπίτι του στην Λευκωσία, τα παλιά τα χρόνια, μ’ ένα σμάρι αγγελούδια – τα παιδιά – να τριγυρνούν με άνεση και χάρη ανάμεσα στους επισκέπτες!… Εικόνες ανεπανάληπτες, ικανές να εμπνεύσουν ένα Γύζη, ένα Ιακωβίδη!… με κέντρο την γλυκιά μορφή της Πρεσβυτέρας, της ονομαστής Κυρίας Γιαννούλας!… Μνήμες, που στάζουν το μέλι της οικογενειακής αρμονίας με την ζεστή, πάντα περιποιητική και φιλόξενη παρουσία του δυναμικά απλού και καλόκαρδου Παπασταύρου, και της ευγενέστατης Κυρίας Γιαννούλας! Έξω, μαχητής της Ελευθερίας, ένθερμος, δυναμικός. Μέσα στο Σπίτι, θεμελιωτής της ειρήνης, της κοινωνικής ευπρέπειας, του κλίματος της θεοσεβείας και του πατριωτισμού· αυτός ήταν ο Παπασταύρος. Κι είναι να ζηλεύει κανείς την ομολογία της Πρεσβυτέρας: «Ποτέ δεν του είπα όχι». Ιερατική Οικογένεια, όπου η καύχηση των Παιδιών για τους Γονείς τους, και η εμπιστοσύνη των Γονέων, είχαν κλείσει έξω από την πόρτα του Σπιτιού τους αυτό που σε πολλά Παπαδόσπιτα ακούγεται: αντίδραση.
Κι έπειτα, εκείνο το ερημητήριό τους στο χωριάτικο πατρικό Σπίτι της Αγίας Βαρβάρας! Γεμάτο αναμνήσεις δοξασμένες αλλά και θλιβερές, από ένα αγώνα αδικαίωτο, όπου ο Παπασταύρος είχε θυσιάσει «πάντα τα εαυτού». Αναμνήσεις από τις οποίες έλειπε η πικρία της μνησικακίας, και όπου όλα τα γεγονότα, δυσάρεστα και ευχάριστα είχαν πάντα την ίδια επωδό: «Δόξα τω Θεώ!».
Στην πνευματική του θωράκιση και την Χριστοκεντρική του βιωτή οφείλεται η ατέλειωτη συρροή αμέτρητων εκατοντάδων πιστών, που έπαιρναν από τον Πνευματικό τους Πατέρα, τον Παπασταύρον, κατεύθυνση στον προσωπικό τους αγώνα και στήριγμα στις αντιξοότητες της ζωής.
Ήταν γιατί ήταν επί χρόνια Παιδαγωγός – Καθηγητής στην Αλεξανδρέττα και στην Κύπρο: Ήταν γιατί ήταν εύστροφος και διπλωματικός, αποφεύγοντας τις εντάσεις; Ήταν γιατί ήταν κοινωνικός εργάτης – ιδρυτής της Ο.Χ.Ε.Ν. Λευκωσίας, των Κατηχητικών Σχολείων της, της Νυκτερινής Σχολής εργαζομένου Κοριτσιού: Την απάντηση δίνει τόσον εύστοχα στενός Συνεργάτης του στον Αγώνα:
«Ο Παπασταύρος ήταν και άγιος και γενναίος… για 60 χρόνια πρωτοστατούσε και υπερμαχούσε στις επάλξεις της Εκκλησίας και της Ελληνικής μας Κύπρου…».
Όποιος δεν γνώρισε τον Παπασταύρο ως θερμουργό κήρυκα του Ευαγγελίου του Χριστού σε πόλεις και σε χωριά της Κύπρου και δεν έπιασε τον σφυγμό της αγάπης του στα Μυστήρια της Εκκλησίας και στην μελέτη της Αγίας Γραφής, δεν μπορεί να εξηγήσει τον ήρωα Παπασταύρο, τον κοινωνικό της Κύπρου αναμορφωτή, τον λαοφίλητο Λευίτη. Και συνάμα εμπνευστή της νεότητας. Τα 217 του ποιήματα – πολλά μελοποιημένα – μαρτυρούν την αγάπη του για τα παιδιά, για τους νέους, για την Πατρίδα, για την Πίστη του Χριστού, και αποδεικνύουν την πολυτάλαντο προσωπικότητά του.
Μέσα στον τόσον δυναμισμό του η τρυφερή ψυχή του τραγουδάει και την ανθρώπινη αγάπη, την γεμάτη συγκίνηση για τα ιερά της ανθρώπινης ζωής· και ποιος δεν θυμάται – και δεν τραγούδησε «Το καραβάκι» γραμμένο στις Σεϋχέλλες για την πρώτη κορούλα του που δεν πρόλαβε να αποχαιρετήσει φεύγοντας για την εξορία; Βιογράφος των Αγίων της Κύπρου και του ημερολογίου του Αγώνα στην «Μαρτυρία» του.
Σεμνός και ένθεος, περίμενε να δει την Ένωση της Κύπρου «που την υπόγραψε ο Θεός». Μέχρι την αυγή της Πέμπτης, 10 του Μάη 2001, που ο Θεός τον κάλεσε κοντά Του. Ο λαός της Κύπρου τον κήδεψε με πόνο και τιμές πολλές, συνοδεύοντάς τον στην τελευταία του κατοικία με το «Ξύπνα καημένε μου ραγιά…» που ήταν ο καημός του.
Κάποιος κούνησε θλιβερά το κεφάλι: Ήταν «ο έσχατος των Κυπρίων» είπε, όπως ο Φιλοποίμην ήταν ο έσχατος των Ελλήνων, που έκλεισε τα μάτια την εποχή που οι Έλληνες χαροπάλευαν στα πρόθυρα της Ρωμαϊκής κατακτήσεως. Όμως «η Ελλάς και μετά τον Φιλοποίμενα δεν έπαυσε να αγωνίζεται για την ανεξαρτησία της». Κι ο Παπασταύρος από τον τάφο του «λαλεί»:
«Νιάτα της Κύπρου ηρωικά
κανείς ας μη λυγίσει,
κάστρο να γίνει η ψυχή,
η Κύπρος θα νικήσει
Έλληνες είσαστε παιδιά
κι η Ελλάδα δεν πεθαίνει,
την πίστη κλείστε στην καρδιά
κι η Ανάσταση θα γένει!».