Οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και τις Τουρκίας Αβέρωφ και Ζορλού, μετά την έγκριση του ψηφίσματος της 5ης Δεκεμβρίου 1958 για το Κυπριακό, αντάλλασσαν απόψεις για εξεύρεση λύσης του προβλήματος.
Στις 11 Ιανουαρίου 1959, ο Αβέρωφ με επιστολή του προς τον Διγενή τον ενημέρωσε με γενικό τρόπο για τις διεξαγόμενες συνομιλίες. Μεταξύ άλλων του έγραψε:
«Επί των διπλωματικών ενεργειών μεγάλη συσκότισις. Εν τούτοις άκρως απόρρητοι πληροφορίαι μου λέγουν τα ακόλουθα:
Ελληνοτουρκικαί επαφαί προχωρούν περισσότερον από ότι φαίνεται. Επέρχεται κάποια σύμπτωσις απόψεων με βάσιν την ανεξαρτησίαν με ειδικήν θέσιν, προνόμια Τούρκων και συμμετοχήν των εις το Κράτος με ίσην φιλίαν έναντι Ελλάδος και Τουρκίας, αλλά με πολύ δεσπόζουσαν θέσιν των Ελλήνων. Αγγλικοί βάσεις παραμένουν υπό πλήρη Βρετανικήν κυριαρχιαν. Παραμένουν όμως ακόμη αρκετοί διαφωνίαι. Βρετανοί μέχρι της στιγμής βεβαιούν ότι δεν τηρούνται ενήμεροι των λεπτομερειών. Ηρωτήθησαν μόνον εάν θα παραιτηθούν της κυριαρχίας, εν η περιπτώσει συμφωνήσουν Έλληνες και Τούρκοι… Φαίνεται ότι ένα από τα σημεία επί των οποίων συνεφώνησαν πριν απ’ όλα οι Αβέρωφ και Ζορλού ήταν να τηρήσουν απόλυτον μυστικότητα μέχρι μιάς κατ’ αρχήν συμφωνίας»
Νέες συνομιλίες μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και Τουρκίας έγιναν στο Παρίσι μεταξύ 18 και 20 Ιανουαρίου 1959• Επικράτησε τότε κλίμα αισιοδοξίας για λύση του Κυπριακού.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1959, συναντήθηκαν στη Ζυρίχη οι Πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας συνοδευόμενοι από τους συμβούλους τους. Εκεί συζητήθηκαν Βασικές πτυχές του Κυπριακού. Στις 11 Φεβρουαρίου, οι Πρωθυπουργοί Καραμανλής και Μεντερές μονογράφησαν τις Συμφωνίες της Ζυρίχης, που περιλάμβαναν τα εξής κείμενα:
1) Βασική διάρθρωσις της Δημοκρατίας της Κύπρου.
2) Συνθήκη Εγγυήσεως μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου και της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελλάδος και της Τουρκίας.
3) Συνθήκη Συμμαχίας μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου και της Ελλάδος και Τουρκίας.
4) Συμφωνίαι Κυρίων συναφθείσαι μεταξύ των κ.κ. Καραμανλή και Μεντερές.
Μετά τη μονογράφηση των Συμφωνιών, ο Καραμανλής δήλωσε:
«Εγκατεστήσαμεν την βάσιν δια την λύσιν ενός των πλέον δυσχερών προβλημάτων»
Αφού μονογραφήθηκαν οι Συμφωνίες, οι Πρωθυπουργοί των δυο χωρών, οι Υπουργοί Εξωτερικών και οι Πρέσβεις Πεσμαζόγλου και Βεργκίν για πρώτη φορά κάθησαν και γευμάτισαν σε κοινό τραπέζι του εστιατορίου του ξενοδοχείου.
Από τη Ζυρίχη οι δυο Πρωθυπουργοί αναχώρησαν για τις πρωτεύουσες των χωρών τους. Τον Καραμανλή συνόδευσαν ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου, ο Δημήτριος Μπίτσιος και ο Άγγελος Βλάχος.
Οι δυο Υπουργοί Εξωτερικών έφυγαν για το Λονδίνο, για να κάνουν διαπραγματεύσεις με τους Άγγλους, ώστε να συμπληρωθούν οι Συμφωνίες με θέματα που τους αφορούσαν. Τον Αβέρωφ συνόδευσε ο Χρ. Ξανθόπουλος – Παλαμάς.
Η πιο μακροσκελής συνθήκη της Ζυρίχης ήταν η της «Βασικής Διαρθρώσεως της Δημοκρατίας της Κύπρου». Περιλάμβανε 27 σημεία και καθόριζε τις βασικές γραμμές, πάνω στις οποίες δυο αντιπροσωπίες από την Ελλάδα και την Τουρκία, με επικεφαλής τους πανεπιστημιακούς καθηγητές Θεμιστοκλή Τσάτσο και Νιχάτ Ερίμ, θα διατύπωναν τα άρθρα του Κυπριακού Συντάγματος. Με Βάση τις γενικές αρχές που συμφωνήθηκαν, η Κύπρος ανακηρυσσόταν ανεξάρτητη Δημοκρατία με Προεδρικό σύστημα. Για να τονισθεί η έννοια του ανεξάρτητου, κυρίαρχου και ενιαίου κράτους, οι Κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας αναλάμβαναν την υποχρέωση να υποστηρίξουν την είσοδο της Κυπριακής Δημοκρατίας ως μέλους στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Η σημαία του νέου κράτους καθορίστηκε να είναι ουδέτερη. Επίσημες γλώσσες εγκρίθηκαν η ελληνική και η τουρκική.
Ο Κ. Καραμανλής, μόλις επέστρεψε στην Αθήνα, ενημέρωσε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για τις Συμφωνίες Ζυρίχης. Γράφει γι’ αυτό το θέμα ο Ευάγγελος Αβέρωφ:
«Στις 11 Φεβρουαρίου 1959, το απόγευμα, ο Πρωθυπουργός, μόλις έφτασε στην Αθήνα, κάλεσε στο σπίτι του τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, να τον ενημερώσει για τις λεπτομέρειες, με τα κείμενα στο χέρι. Στη συνάντηση ήταν παρόντες ο Αντιπρόεδρος τής Κυβερνήσεως Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως Κωνσταντίνος Τσάτσος και οι Σύμβουλοι Πρεσβείας Δημήτριος Μπίτσιος και Άγγελος Βλάχος. Η συνάντηση κράτησε τέσσερις σχεδόν ώρες».
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος μετά την ενημέρωση του από τον Κ. Καραμανλή έκανε τις πιο κάτω δηλώσεις, που δημοσιεύθηκαν σε όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες:
«Εξέφρασα την ικανοποίησίν μου προς τον Πρωθυπουργών κ. Κ. Καραμανλήν και τον συνεχάρην δια τα αποτελέσματα των εν Ζυρίχη Ελληνοτουρκικών συνομιλιών. Η επιτευχθείσα συμφωνία θέτει τα θεμέλια αμέσου και οριστικής λύσεως του Κυπριακού, καθισταμένης της Κύπρου ανεξαρτήτου και κυριάρχου Πολιτείας. Η εν πνεύματι καλής θελήσεως και κατανοήσεως προσέγγισις των απόψεων των Κυβερνήσεων Ελλάδος και Τουρκίας επί του Κυπριακού ζητήματος θα διανοίξει δια την Κύπρον νέαν περίοδον ελευθερίας και ευημερίας τόσον δια τους Έλληνας όσον και δια τους Τούρκους της Κύπρου.
Ο Νίκος Κρανιδιώτης, στενός συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου, ενημερώθηκε το βράδυ της 12ης Φεβρουαρίου από τον ίδιο για τις Συμφωνίες της Ζυρίχης σε προσωπική συνάντηση που είχε μαζί του. Κατέγραψε τα εξής γι’ αυτή τη συνάντηση:
«Το βράδυ τον επισκέφθηκα στο Ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας. Φαινόταν ανήσυχος, διατηρούσε όμως την αυτοπεποίθηση και εκείνο το αισιόδοξο αίσθημα, ότι όλα θα πήγαιναν καλά. “Ήταν ο μόνος τρόπος”, μου είπε προλαμβάνοντας τις απορίες μου, “να αποφευχθεί η εφαρμογή του Σχεδίου Μακμίλλαν”.
Ύστερα μου διηγήθηκε τον τρόπο με τον οποίον είχε πραγματοποιηθεί η συμφωνία: Μετά τις συνομιλίες των Παρισίων -μου είπε- και αφού ο Πρέσβης Γεώργιος Πεσμαζόγλου είχε παρασκευάσει, με συνεχείς διαπραγματεύσεις, το έδαφος στην Άγκυρα, οι Πρωθυπουργοί και οι Υπουργοί των Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας συναντήθηκαν, στις 4 Φεβρουαρίου, μαζί με τους συμβούλους τους, στη Ζυρίχη. Την ίδια μέρα έφταναν στο Λονδίνο, προφανώς για τον ίδιο σκοπό, ο Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Φόστερ Ντάλλες και ο Ύπατος διοικητής του NATO στην Ευρώπη Πτέραρχος Νόρσταντ. Οι βασικές γραμμές του Σχεδίου είχαν ήδη διαγραφεί, κατά τις προηγούμενες συναντήσεις των δύο Υπουργών στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι. Ωστόσο υπήρχαν ακόμη πολλές εκκρεμότητες και μεγάλες διαφορές που χώριζαν τα δύο μέρη: Οι Τούρκοι επέμεναν σε “Ομοσπονδιακή” λύση και επρότειναν το νέο κράτος να ονομαστεί “Ελληνοτουρκική Δημοκρατία της Κύπρου” ή “Κυπριακή Ομοσπονδία”. Ζητούσαν την παραχώρηση μιας Τουρκικής στρατιωτικής βάσης στο Νησί, και επέμεναν – αντίθετα από την Ελληνική εισήγηση για ενιαίο εκλογικό σώμα – σε χωριστά Ελληνικά και χωριστά Τουρκικά εκλογικά σώματα, που να εκλέγουν αντίστοιχα τους Βουλευτές και τις δημοτικές αρχές τους. Τέλος, ύστερα από οξύτατες συζητήσεις, συμφωνήθηκαν τα οριστικά σχέδια των κειμένων…
“Γνώριζα”, πρόσθεσε ο Μακάριος, “τη γενική διάρθρωση των Συμφωνιών, όχι όμως τις λεπτομέρειες. Σήμερα που διάβασα τα κείμενα έχω πολλές επιφυλάξεις, ιδιαίτερα όσον αφορά την Ελληνική και την Τουρκική στρατιωτική δύναμη, που θα εδρεύουν στην Κύπρο, τη Συνθήκη Εγγυήσεως και τη χωριστή ψηφοφορία – σε ορισμένα θέματα -από τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Θα προσπαθήσω να βελτιώσω τα σημεία αυτά και να διαπραγματευθώ με τους Άγγλους, για να περιορίσω όσο μπορώ την έκταση των Βρετανικών Βάσεων»
Ο Ν. Κρανιδιώτης, διακατεχόμενος από ανησυχία και αβεβαιότητα, είπε στον Αρχιεπίσκοπο ότι δεν ήταν σε θέση να κρίνει τα κείμενα των Συμφωνιών, γιατί δεν τα είχε υπόψη του, πρόσθεσε όμως ότι το σχέδιο Χάρντιγκ ήταν μια προσφορά καλύτερη και απορρίφθηκε με κριτήρια συναισθηματικά. Σ’ αυτό το σχόλιο ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε:
«Ίσως έχεις δίκαιο. Τώρα όμως μας πρόλαβαν τα γεγονότα. Μπροστά στον κίνδυνο να επιβληθεί το Σχέδιο Μακμίλλαν, που έκανε την Τουρκία συνεταίρο στην Κύπρο, καλύτερη η Ζυρίχη. Πρέπει να είμεθα ρεαλιστές. Σήμερα είναι καταδικασμένα σε θάνατο, και πρόκειται να εκτελεσθούν, περισσότερα από είκοσι παιδιά της ΕΟΚΑ. Ο κόσμος στην Κύπρο καταπονείται από τους Βρετανούς και τους Τούρκους. Ακόμη και η παθητική αντίσταση της ΕΟΚΑ με το μποϋκοτάζ των βρετανικών προϊόντων έχει δημιουργήσει μεγάλες δυσαρέσκειες στο λαό. Έπρεπε να δοθεί μια λύση»
Σε ερώτηση του Ν. Κρανιδιώτη αν ενημερώθηκε ο Διγενής για τις Συμφωνίες, ο Αρχιεπίσκοπος είπε ότι πριν λίγο του είχε αποστείλει σχετική επιστολή, την οποία και του διάβασε. Το κείμενο αυτής της επιστολής έχει ως εξής:
«22 Φεβρουαρίου 1959
Τα αποτελέσματα των εν Ζυρίχη Ελληνοτουρκικών συνομιλιών δύνανται να χαρακτηρισθούν μάλλον ως ικανοποιητικά. Υπό τας υφιστάμενος συνθήκας δεν ήτο δυνατόν να επιτευχθή καλύτερα λύσις. Τελικός σκοπός του αγώνος ήτο Βεβαίως η Ένωσις. Νομίζω όμως, ότι θα είμεθα εκτός πάσης πραγματικότητος, εάν ενομίζαμεν ότι η πολιτική γραμμή του “Ένωσις και μόνον Ένωσις” θα μας ωδήγει ασφαλώς εις τον τελικόν σκοπόν. Ο Τουρκικός παράγων, όστις εν τω μεταξύ εδημιουργήθη υπό της Βρετανικής διπλωματίας, δεν θα έπαυε ποτέ να υφίσταται, εκτός βεβαίως εις περίπτωσιν διεθνούς αναστατώσεως. Και ο παράγων αυτός θα ήτο ανυπέρβλητον εμπόδιον προς την Ένωσιν, έστω και αν ακόμη εν Αγγλία ήρχοντο εις την εξουσίαν οι Εργατικοί. Ειλικρινώς πιστεύω ότι αξιοποιούμεν εις μέγιστον βαθμόν τους αγώνας και τας θυσίας του Κυπριακού λαού δια της συμφωνίας της Ζυρίχης. Η επιτευχθείσα συμφωνία θέτει τα θεμέλια ενός ανεξαρτήτου και κυριάρχου Κυπριακού κράτους, τερματιζομένης ούτω της μακραίωνος δουλείας του Κυπριακού λαού. Οι όροι της συμφωνίας ταύτης δεν αφίστανται πολύ των πληροφοριών, αίτινες εδημοσιεύθησαν εις τον Τύπον. Το μόνον ίσως σημείον, επί του οποίου θα ηδύνατό τις να έχη επιφυλάξεις, είναι η πρόνοια περί τριμερούς συμμαχίας, βάσει της οποίας θα υπάρχη εν Κύπρω κοινόν Ελληνοκυπριακόν στρατηγείον, πλαισιούμενον υπό 900 Ελλήνων, 600 Τούρκων και 2.000 Κυπρίων στρατιωτών. Το στρατηγείον τούτο θα τελή περιοδικώς υπό την αρχηγίαν Έλληνος, Τούρκου και Κυπρίου Αντιστράτηγου. Οι σκοποί του θα είναι καθαρώς αμυντικοί. Εάν η Κύπρος καταστή μέλος του NATO, το στρατηγείον τούτο αυτομάτως καταργείται, υποκαθιστάμενον υπό κλιμακίου του NATO. Όσον αφορά το βέτο του Τούρκου Αντιπροέδρου, τούτο θα περιορίζεται εις την άμυναν και εις την εξωτερικήν πολιτικήν, την αφορώσαν σύναψιν συμμαχιών, ως επίσης και εις θέματα μεροληπτικής μεταχειρίσεως της μειονότητος, περί των οποίων θα αποφασίζη τελικώς ανώτατον δικαστήριον. Το νομοθετικόν έργον θα ασκήται υπό τριών Βουλών, δυο κοινοτικών και μιας κοινής, εις την οποίαν οι Έλληνες θα εκπροσωπούνται κατά 70% και οι Τούρκοι κατά 30%. Λεν γνωρίζομεν ακόμη κατά πόσον η Βρετανική Κυβέρνησις θα εγκρίνη την συμφωνίαν της Ζυρίχης. Αν συμφωνήση η Βρετανική Κυβέρνησις, τότε θα επακολούθηση διάσκεψις, εις την οποίαν θα λάβουν μέρος και οι Κύπριοι. Πιθανώς να κατορθώσωμεν, ώστε εις την διάσκεψιν αυτήν να βελτιώσωμεν υπέρ ημών μερικούς όρους της συμφωνίας. Ο Αρχιεπίσκοπος είναι μάλλον ευχαριστημένος. Εάν δεν φρονήτε άλλως, νομίζω καλόν να εκδώσητε προκήρυξιν, εις την οποίαν να λέγετε ότι θα συμφωνήσετε με την λύσιν εκείνην, την οποίαν θα δεχθή η πολιτική ηγεσία. Επί μελλοντικών εξελίξεων ελπίζω να δοθή ευκαιρία να ανταλλάξωμεν προσωπικώς απόψεις και λάβωμεν αποφάσεις από κοινού.
Με πολλήν αγάπην
ΧΑΡΗΣ
Η πιο πάνω επιστολή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στάληκε μέσα σε έκτακτο διπλωματικό φάκελλο και λήφθηκε από τον Διγενή στις 13 Φεβρουαρίου.
Μετά τη μονογράφηση των Συμφωνιών της Ζυρίχης, γίνονταν στο Λονδίνο μακρές συσκέψεις, στις οποίες έπαιρναν μέρος οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι Υπουργοί Εξωτερικών και Αποικιών της Βρετανίας και οι στενοί συνεργάτες τους. Σ’ αυτές ετοιμάζονταν τα κείμενα των Συμφωνιών του Λονδίνου, που αφορούσαν τη διατήρηση των Βάσεων με βρετανική κυριαρχία και την εξασφάλιση των απαραιτήτων διευκολύνσεων για την επιβίωση τους. Οι συζητήσεις αφορούσαν επίσης την εκχώρηση της Κύπρου από τη Βρετανία στη νέα πολιτεία και τις μεταβατικές διατάξεις για τη λειτουργία του νέου ανεξάρτητου Κυπριακού κράτους.
Στις 17 Φεβρουαρίου, προγραμματίστηκε μια Πενταμερής Διάσκεψη στο Λάνκαστερ Χάουζ του Λονδίνου, στην οποία θα συμμετείχαν οι Κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας και αντιπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων για υπογραφή των τελικών Συμφωγιών της ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος προσκάλεσε στο Λονδίνο 35 αντιπροσωπευτικούς παράγοντες της Κύπρου, για να τους ενημερώσει και να τους συμβουλεύεται σχετικά με το περιεχόμενο των Συμφωνιών και, αν τις ενέκριναν, θα προχωρούσε στην υπογραφή τους. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Εθναρχεύων Μητροπολίτης Κιτίου Άνθιμος, ο οποίος είχε ήδη αποστείλει στον Κ. Καραμανλή το ακόλουθο τηλεγράφημα, που δημοσιεύθηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες της 13ης Φεβρουαρίου:
«Διερμηνεύοντες αισθήματα ικανοποιήσεως Ελληνικού Κυπριακού λαού δι’ επιτευχθείσαν συμφωνίαν, συγχαίρομεν θερμώς υμετέραν Εξοχότητα δι’ επιτυχή χειρισμόν Κυπριακού ζητήματος, πεποιθότες ότι αυτή θα εγκαινίαση νέαν περίοδον ευημερίας, προόδου δια λαόν πολύπαθους νήσου».
Ο Διγενής, έχοντας τις επιφυλάξεις του για τις Συμφωνίες της Ζυρίχης, έστειλε την πιο κάτω διαταγή στα μέλη της ΕΟΚΑ στις 13 Φεβρουαρίου 1959:
«Εν σχέσει προς προγενεστέραν διαταγήν μου περί Ελληνοτουρκικής Συμφωνίας επί του Κυπριακού τονίζω εμμόνως την ανάγκην επιδείξεως συνοχής και πειθαρχίας εις τας τάξεις της Οργανώσεως. Αφού ενημερωθώ πλήρως επί ωρισμένων σημείων ταύτης, θα σας κοινοποιήσω τας αποφάσεις μου.
Δεν πρόκειται να καταπροδώσω ούτε τον αγώνα ούτε τας θυσίας του αγωνιζομένου Κυπριακού λαού. Όλοι πρέπει να είναι βέβαιοι περί τούτου. Υπακούω μόνον εις την φωνήν της Κύπρου.
Ένα μόνον ζητώ από όλους: Πειθαρχίαν εις τας διαταγάς μου. Ήλθεν η στιγμή να δείξωμεν ότι είμεθα ωργανωμένον σύνολον, με υψηλά ιδανικά, με φιλοπατρίαν και ότι γνωρίζομεν να κερδίζωμεν την μάχην τόσον εις το πεδίον της τιμής, όσον και εις το πολιτικόν πεδίον».
Στις 14 Φεβρουαρίου, ο Διγενής πληροφορήθηκε από το κυπριακό ρα-διόφωνο την πρόσκληση των αντιπροσώπων του Κυπριακού λαού και ένιωσε πικρία, γιατί παραγνωρίστηκε η ΕΟΚΑ.
Η Πενταμερής Διάσκεψη στο Λάνκαστερ Χάουξ συνήλθε από τις 17 μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πέρασε από σκληρό δίλημμα, πριν υπογράψει τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου στις 19 Φεβρουαρίου 1959-
Ο Νίκος Κρανιδιώτης σημειώνει τα πιο κάτω για την ψυχική κατάσταση του Αρχιεπισκόπου το βράδυ της 18ης Φεβρουαρίου:
«Το βράδυ της μέρας εκείνης ήταν ασφαλώς ένα από τα πιο δραματικά της ζωής του. Βημάτιζε μέσα στο δωμάτιο χωρίς να μιλά. Ήταν φανερό ότι τον απασχολούσε πολύ το γεγονός, ότι είχε δώσει κατ’ αρχήν τη συγκατάθεση του. Η μελέτη όμως των κειμένων τού δημιούργησε αργότερα πολλές αμφιβολίες και αμφιταλαντεύσεις. Η εγκατάλειψη της Ένωσης, η επαναφορά των Τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, η δεσμευμένη ανεξαρτησία, η δυαδική προεδρία, οι χωριστές βουλές, οι εκτεταμένες κατά κυριαρχία Βρετανικές βάσεις εξουδετέρωσαν ουσιαστικά εκείνα, που αρχικά ο Αρχιεπίσκοπος είχε θεωρήσει σαν πλεονεκτήματα μιας έστω και συμβατικής λύσης. Η θέση του ήταν δεινή».
Ο Αρχιεπίσκοπος, ύστερα από σοβαρό προβληματισμό, είπε στον Ν. Κρανιδιώτη το πρωί του 19ης Φεβρουαρίου:
«Πήρα στο τηλέφωνο την Ελληνική Αντιπροσωπία και έδωσα την τελική συγκατάθεση μου ».
Υπέρ της υπογραφής των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου τάχθηκαν 27 Ελληνοκύπριοι σύμβουλοι του Αρχιεπισκόπου και εναντίον 8.
Το απόγευμα της 19ης Φεβρουαρίου 1959, στις 3-30 μ.μ., συνήλθε η Πενταμερής Διάσκεψη του Λονδίνου. Τότε υπογράφτηκαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου από τους Πρωθυπουργούς Χ. Μακμίλλαν, Κ. Καραμανλή (ο Α. Μεντερές υπέγραψε αργότερα, γιατί είχε τραυματισθεί στο Λονδίνο κατά την προσγείωση του αεροπλάνου, με το οποίο ταξίδευε), τους Υπουργούς Εξωτερικών των τριών χωρών, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ως αντιπρόσωπο των Ελληνοκυπρίων και το Φ. Κουτσιούκ ως αντιπρόσωπο των Τουρκοκυπρίων.
Οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, αποδείχτηκαν εστίες μυρίων δεινών!
Categories
19/02/1959: Υπογράφονται οι συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου, και τελειώνει ο ένδοξος αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α.
