Categories
Ιανουάριος

Μᾶρκος Δράκος, τὸ κάλλος τῶν ἀγωνιστῶν (α’ μέρος)

Φεβρουάριος 1955

Λίγες ἑβδομάδες πρὶν τὴν ἔναρξη τοῦ ἀγῶνος. Μιὰν ἡμέρα, ὁ Μᾶρκος Δράκος πηγαίνει στὸ χωριό του τὴν Λεῦκα. Ἡ κυρὰ Δέσποινα, ἡ μητέρα του, ἄκουσε τὰ βήματά του μὰ δὲν ἔτρεξε νὰ τὸν ἀγκαλιάσει καὶ νὰ τὸν φιλήσει ὅπως ἔκανε πάντα. Ἀνοίγει ὁ Μᾶρκος καὶ τὴν χαιρετᾷ, μὰ ἡ μητέρα ἀνήσυχη ἐπιτίθεται·

– Τί εἶναι τοῦτα ποὺ ἀκούω γιέ μου; Νὰ πάεις νὰ δώκεις μέσ’ στὴν φωτιάν;
Ὁ Μᾶρκος μᾶλλον λυπήθηκε, διότι προσπαθοῦσε νὰ μείνει ἄγνωστη ἡ δράση του στὴν μυστικὴ προπαρασκευὴ τοῦ ἀγῶνος.

– Τὰ ἔμαθες, σᾶς τὰ εἶπε ὁ Νῖκος; Τοῦ εἶχα πεῖ νὰ μὴν σᾶς πεῖ τίποτε.
Ἡ κυρὰ Δέσποινα τότε γονάτισε στὰ πόδια τοῦ υἱοῦ της καὶ τὰ φιλοῦσε λέγοντας ἱκετευτικά.

– Γιέ μου πάεις εἰς τὴν φωτιάν, ἕνα σὲ ἔχω, βασανίστηκα νὰ σὲ μεγαλώσω, σὲ καρτερῶ νὰ παντρευτεῖς…

Ὁ Μᾶρκος ταράχθηκε.

– Μητέρα, σήκω πάνω, οὔτε στὴν θέση σου, οὔτε στὴν ἡλικία σου δὲν κάνει ἐσὺ μιὰ μητέρα νὰ γονατᾷς μπροστὰ στὸν γιόν σου. Ἔδωσα τὸν ὅρκον μου καὶ θὰ τὸν τηρήσω, δὲν μπορῶ νὰ κάμω διαφορετικά. Θὰ ἐλευθερώσουμε τοῦτον τὸν τόπον. Θἄρχομαι νὰ σᾶς βλέπω ὅποτε μπορῶ, ἀλλὰ μὴν ζητήσετε τίποτε ἀπὸ ἐμένα· ὁρκίστηκα νὰ ὑπηρετήσω τοῦτον τὸν τόπον κι ἐσὺ μητέρα δῶσέ μου μόνο τὴν εὐχήν σου.

Σηκώθηκε τότε πάνω ἡ κυρὰ Δέσποινα· πρὸ τῆς σταθερῆς ἀπόφασης τοῦ γιοῦ της νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ τὴν ἱερὰν Ἑλλάδα, ἡ θλίψη της ὑποχώρησε.
– Τὴν εὐχήν μου, γιέ μου, καὶ οἱ Ἄγγελοι νὰ σὲ προστατεύουν, νἆναι μαζί σου ἡ Παναγία, τρίχα ἀπὸ τὴν κεφαλήν σου νὰ μὴν ῥαγεῖ!
Τὸ τελευταῖο μᾶλλον δὲν ἄρεσε στὸν Μᾶρκο ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ ἀποδυθεῖ σὲ μεγάλους κόπους γιὰ χάριν τῆς πατρίδος του.

– Ἐντάξει μητέρα ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ σκοτωθῶ.

– Ὄχι γιέ μου, πάρε τὸν λόγον σου πίσω, μὴν μοῦ λαλεῖς ἔτσι.

– Καλά, καλά.

– Πάρε τὸν λόγον σου πίσω!

Ὁ Μᾶρκος δὲν τὸν πῆρε καὶ τότε ἡ μητέρα του σὲ μιὰ τελευταία προσπάθεια νὰ διαλύσει τὴν φιλία ποὺ συνῆψε ὁ γιός της μὲ τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου, τοῦ λέγει μὲ ἀγωνία.

– Καὶ γιέ μου νὰ σκοτωθεῖς γιὰ τὸν καθένα;

– Καλὰ τὸ εἶπες μητέρα! Γιὰ τὸν κάθε ἕνα· πολὺ σωστὰ τὸ εἶπες!

Ἠταν Σεπτέμβριος τοῦ 1932 ὅταν ἡ κυρὰ Δέσποινα ἔφερε στὸν κόσμο τὸ ὄμορφο μικρὸ ξανθὸ ἀγγελούδι της ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνει ὁ ἀδάμας τῶν ἡρωικῶν ἀρετῶν. Τὸ μεγάλωσε μὲ ἀρχὲς καὶ ἦθος χριστιανικό. Τὸ θυμᾶται ποὺ μικρὸ ἀγοράκι, ἔβανε τὰ χέρια του στὸ στῆθος καὶ τῆς ἔλεγε τρυφερά·
– Μητέρα μου, ὅ,τι ἔμαθα εἶμαι εὐχαριστημένος ἀπὸ ἐσένα.
– Μὰ ἐγὼ μιὰ ἀμόρφωτη τί μπόρεσα νὰ σοῦ δώσω;
Ποῦ νὰ ἤξερε τί τοῦ ἔδωσε…
Μίαν ἡμέρα ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ σχολεῖο μὲ ἔντονο πόνο στὴν κοιλιά. Ἡ κυρὰ Δέσποινα πῆρε τὸν μικρὸ Μᾶρκο, τοῦ ἔκανε ἐντριβὲς καὶ τὸν ἔλουσε μὲ ζεστὸ νερό. Σὰν ἔμαθε ἡ μητέρα πὼς τὸν κτύπησε ἕνας συμμαθητής, δυσφόρησε, μὰ ὁ ἀλεξίκακος Μᾶρκος τὴν ἐγαλήνευσε.
– Καλὰ μητέρα, μὲ κτύπησε, πάει, τελείωσε.
Ὁ συμμαθητής του ποὺ τὸν κτύπησε, μεγάλωσε καὶ ἔγινε ὀχληρὸς γιὰ τὴν κοινωνία. Μιὰ φορὰ ποὺ καταδιωκόταν ἀπὸ τὴν ἀστυνομία, ζήτησε φιλοξενία ἀπὸ τὸν Μᾶρκο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε μέρος νὰ κοιμηθεῖ καὶ τοῦ προσέφερε φαγητό. Ὅταν ἀνέφερε τὸ γεγονὸς στὴν οἰκογένειά του, ἡ ἀδελφή του Μαρία εἶπε “ἐγὼ δὲν θὰ τὸ ἔκαμνα”, μὰ ὁ μειλίχιος Μᾶρκος τῆς ἀπάντησε.

– Γιατί νὰ μὴν τὸ κάνουμε; Ἐὰν δὲν τὸ κάνουμε, τί θὰ γίνει αὐτὸ τὸ παιδὶ ἅμα καὶ ἐγὼ τὸν ἀποπέμψω;

Ὄντας σπουδαστὴς στὴν σχολὴ Σαμουὴλ στὴν Λευκωσία, πήγαινε συχνὰ στὸ χωριό του τὴν Λεῦκα. Ὅποτε ἐρχόταν στὴν Λεῦκα, τὰ παιδάκια τῆς Λεύκας τὸν περικύκλωναν νὰ τοῦ ποῦν νέα τους.

– Μᾶρκο κουρεύτηκα!

– Μᾶρκο νὰ μᾶς πάρεις περίπατο μὲ τὸ ποδήλατο;

Καὶ ὁ παιδόκαρδος Μᾶρκος ἔπαιρνε ἕνα ἕνα τὰ παιδάκια νὰ τὰ πάρει βόλτα.

– Ρε Μᾶρκο ἦρτες νὰ σὲ δοῦμε! Τοῦ φώναζε ἡ κυρὰ Δέσποινα.
– Μιὰ στιγμὴ μητέρα νὰ ἱκανοποιήσω τὰ μωρά.

Ἐκεῖ στὴν Λευκωσία ἀντιμετώπιζε δυσκολίες λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς του κατάστασης. Μιὰ φορὰ εἶχε μόνον ἕνα σελίνι πάνω του καὶ τοῦ ζήτησε ἐλεημοσύνη ἕνας πατέρας κι ὁ Μᾶρκος χωρὶς δισταγμὸ τοῦ ἔδωσε τὸ σελίνι κι ἂς ἔμενε νηστικός. Μὰ ἔπειτα ἀπὸ λίγο, τοῦ ἔστειλε μήνυμα ἡ μητέρα του μὲ κεντήματα ποὺ ἔκανε. Τοῦ εἶπε νὰ δώσει τὰ κεντήματα σὲ ἕνα κύριο ὁ ὁποῖος θὰ τὸν πλήρωνε μὲ δυόμισυ λίρες καὶ ὁ Μᾶρκος εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καὶ τὴν πατρική του πρόνοια: “πιστεύω στὴν Θεία Πρόνοια. Ἔδωσα ἕνα σελίνι καὶ ἀμέσως μοῦ ἦρθαν πολὺ περισσότερα χρήματα”. Ἄλλοτε, νεαρὸς ἄνδρας πιὰ ἐργαζόταν στὸν Ξερὸ καὶ κάθε ἡμέρα ἐπέστρεφε στὸ σπίτι κατὰ τὶς 5-6. Μιὰν φορὰ ἄργησε καὶ ἡ κυρὰ Δέσποινα ἀνησύχησε. Τί εἶχε γίνει; Εἶχε βρεῖ στὸν δρόμο του μεθυσμένο τὸν Τοῦρκο μαχαλεπάρη. Ἔπρωχνε τὸ καρότσι του πέρα δῶθε καὶ ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ κτυπήσει. Ὁ Μᾶρκος κατέβηκε ἀπὸ τὸ ποδήλατο καὶ πῆγε νὰ τὸν βοηθήσει.

Ἡ ἄλλη του ἀδελφὴ Μεγαλήνη δυσανασχετοῦσε κἄποτε καὶ τότε ὁ Μᾶρκος μὲ τὴν τρυφερότητα καὶ τὴν μειλιχιότητά του τὴν εἰρήνευε.

– Μὴν λυπᾶσαι βρὲ Μεγαλήνη, ὅλα θὰ διορθωθοῦν.

– Μὰ ποῦ τὰ βλέπεις ρε Μᾶρκο;

– Ὅλα θὰ διορθωθοῦν, ὅλα θὰ βροῦν τὸν δρόμον τους.
Μὲ τὸν ἴδιον τρόπον καθησύχαζε καὶ στὸ βουνὸ τώρα τὸν Νεόφυτο Σοφοκλέους ποὺ εἶχε γίνει πῦρ καὶ μανία, καθὼς οἱ συναγωνιστές του τὸν ὑποπτεύονταν ὡς προδότη. Εἶχε βάλει τὴν βόμβα στὸ κρεβάτι τοῦ Ἄγγλου κυβερνήτη κι ἔπειτα πῆρε τὰ βουνά. Ἡ βόμβα δὲν ἐξερράγη, πρᾶγμα ποὺ ἐθεωρήθη ὕποπτο καὶ ὁ Διγενὴς εἶχε ἀποφασίσει τὴν θανάτωσή του, γνώμη ποὺ τοῦ ἄλλαξε ὁ Μᾶρκος.

– Μὴν ἀνησυχεῖς Νεόφυτε, ἔλεγε στὸν ὀργισμένο ἀγωνιστή. Ἔχε πίστη στὸν Θεὸ καὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλά!

Σημ: Το κείμενο αποτελεί σχεδίασμα εκ τής υπό συγγραφήν βιογραφίας τού Μάρκου Δράκου από τον συμπατριώτη μας Ευαγόρα.