Της Ελίνας Σταματίου
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πλάι στο παράθυρο νιώθει δίπλα του τη ζεστή αγκαλιά των τριών παιδιών του. Τον παρακινούν να σηκωθεί, να τους αγκαλιάσει, να παίξει μαζί τους όπως παλιά. Όσο όμως κι αν το θέλει, το σώμα του δεν υπακούει.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε να το κάνει μετά απ’ όσα τράβηξε τους τελευταίους πέντε μήνες στα μπουντρούμια και τα στρατόπεδα κράτησης των αποικιοκρατών. Και που μπορεί και αναπνέει ακόμα, φαντάζει εξωπραγματικό. Ίσως όμως η ανάγκη αυτών των τελευταίων στιγμών, η θέληση να νιώσει ξανά κοντά του τα παιδιά του, ίσως αυτό είναι που κράτησε τον Βασίλη Αλεξάνδρου ζωντανό, έστω και για δυο μέρες μετά την απόλυσή του από το στρατόπεδο κράτησης του Πολεμίου.
Προς το τέλος του 1958 κι ενώ ο 33χρονος αγωνιστής της ΕΟΚΑ, έχει κάνει το χρέος του απέναντι στα ιδανικά του και την πατρίδα, βιώνει πλέον τις τελευταίες του στιγμές, κοντά στους δικούς του, στο χωριό του το Λιμνάτι, με διαλυμμένο σώμα, αλλά αλώβητη ψυχή. Αυτή δεν λύγισε ούτε την ώρα που η σιδερένια μέγγενη έσφιγγε το κρανίο του, ούτε όταν τα χτυπήματα στο σώμα του τον άφηναν κατά γης χωρίς ανάσα, ούτε κι όταν όλες εκείνες τις ατέλειωτες νύχτες, κρύο και υγρασία τρυπούσαν το κορμί του, που κουλουριασμένο στο χώμα κάτω από ένα τρύπιο αντίσκηνο, πάλευε να ζεσταθεί.
Οι μόνες λέξεις που έβγαιναν πια απ’ το στόμα του ήταν «τα μωρά μου… τα μωρά μου». Αυτές οι λέξεις ηχούν ακόμη στα αυτιά των παιδιών του, κι ας έχουν περάσει 61 χρόνια από τότε που του έκλεισαν τα μάτια και πέρασε για πάντα στην αθανασία.
Ένας αγωνιστής λιγομίλητος, καλόκαρδος και λεβέντης
Οικογενειάρχης, λιγομίλητος, καλόκαρδος και λεβέντης. Αυτά ήταν τα λόγια που χρησιμοποίησαν φίλοι και συναγωνιστές του αείμνηστου αγωνιστή Βασίλη Αλεξάνδρου, για να τον περιγράψουν.
Γεννήθηκε στο χωριό Λιμνάτι, της επαρχίας Λεμεσού, το 1925. Παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών, εντάχθηκε από τις πρώτες στιγμές στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ, ως βοηθός ομαδάρχης του χωριού του, αλλά και μέλος της τοπικής ομάδας κρούσεως όπου και ανέπτυξε πλούσια δράση. Υπήρξε σύνδεσμος και τροφοδότης των ανταρτών του τομέα Φασούλας – Παραμύθας και έλαβε μέρος στην πρώτη ενέδρα, κοντά στο χωριό Άλασσα, των ομάδων Λιμνάτι και Λάνιας.
Η δράση του Βασίλη Αλεξάνδρου έγινε αντιληπτή από τους Άγγλους τον Φεβρουάριο του 1957, οπόταν και συνελήφθη για πρώτη φορά και μεταφέρθηκε στα κρατητήρια Πύλας (διαμέρισμα G), όπου κρατήθηκε μέχρι το τέλος του ίδιου έτους.

Ωστόσο η σύλληψη δεν πτόησε το φρόνημα του αγωνιστή, αφού αμέσως μετά την απόλυσή του συνέχισε τη δράση του, λαμβάνοντας μέρος στην κατασκευή κρησφυγέτων με τους αντάρτες του τομέα, τους οποίους και τροφοδοτούσε. Ένα μάλιστα από το κρησφύγετα που κατασκεύασε, όπως μάς είπε μιλώντας στο OMEGAlive ο γιός του Όμηρος, ήταν μέσα σε χωράφι της γυναίκας του κοντά στο χωριό.
Η τελευταία σύλληψη
Τον Ιούλιο του 1958 ο Βασίλης Αλεξάνδρου συνελήφθη για δεύτερη φορά.
Ο γιός του Όμηρος τεσσάρων ετών τότε, κρατάει ακόμη όπως μάς είπε κάποιες αχνές εικόνες στο μυαλό του από εκείνη την μέρα, αλλά περισσότερα θυμάται η μεγαλύτερη αδελφή του, Μάρω, η οποία τότε είχε κλείσει τα οκτώ.
«Οι Εγγλέζοι είχαν έρθει στο χωριό, είχαν έρθει και στο σπίτι και τα έκαναν όλα άνω κάτω. Φωνάζαν ονόματα ανδρών, τους μάζευαν όλους στην πλατεία, μαζί και τον πατέρα μου. Εμείς κλαίγαμε δεν ξέραμε τι γίνεται», μάς εξιστορεί η 69χρονη σήμερα, Μάρω Αλεξάνδρου.
«Στο Λανίτειο και στο Πολέμι δεν μάς άφηναν να τον δούμε, μόνο όταν τον είχαν συλλάβει την πρώτη φορά και τον είχαν πάρει κάποια στιγμή στην Κοκκινοτριμιθιά, μάς άφησαν να τον δούμε. Είχαμε πάει με την μητέρα μου και ο χώρος των επισκεπτών χωριζόταν με ένα διάδρομο και τέλια από τον χώρο των κρατουμένων. Θυμάμαι που ήθελα να τον αγκαλιάσω και δεν μπορούσα»
Μεταφορά στο Λανίτειο
Το μαρτύριο του Βασίλη Αλεξάνδρου που έμελλε να κρατήσει για μήνες ξεκίνησε από το κέντρο κράτησης Λανιτείου όπου και μεταφέρθηκε αμέσως μετά τη σύλληψή του τον Ιούλιο του 1958. Αυτό καταγράφουν οι μαρτυρίες συναγωνιστών και φίλων, όπως εκείνη του αείμνηστου Αντρέα Χ’’ Μυρτή, ο οποίος είχε πει αργότερα στην οικογένεια, όπως μάς αποκαλύπτει ο γιός του ήρωα, Όμηρος, όλα όσα τράβηξαν.
«Ο Αντρέας Χ’’ Μυρτής που ήταν μαζί με τον πατέρα μου κρατούμενος στο Λανίτειο, μας είχε πει αργότερα ότι όσο τον κρατούσαν εκεί, τον έπαιρναν σε ένα παλιό αρχοντικό το λεγόμενο ‘Red House’, που οι Άγγλοι είχαν μετατρέψει σε κολλαστήριο ανακρίσεων. Εκεί όπως μάς είχε αναφέρει ο Χ’’ Μυρτής, τον βασάνισαν, αλλά παρόλα αυτά δεν λύγισε, αντιθέτως, ακόμη και μετά τα βασανιστήρια που του κάνανε, είχε τη δύναμη να δίνει κουράγιο στους άλλους συγκρατούμενούς του αγωνιστές»
Αποκαλύψεις όμως για τα βασανιστήρια που υπέστη κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λανίτειο είχε κάνει και ο ίδιος ο ήρωας στους δικούς του, όταν επέστρεψε σπίτι του από το Πολέμι.
Όπως μάς ανέφερε μιλώντας στο OMEGAlive η κυρία Παναγιώτα Μανδρή, καλή φίλη της μεγάλης του κόρης, Ελευθερίας, και γειτόνισα της οικογένειας, ο Βασίλης Αλεξάνδρου είχε πει στους συγγενείς και φίλους που τον επισκέπτονταν στο σπίτι τις δύο μέρες που άντεξε πριν ξεψυχήσει, πως τον είχαν βασανίσει σφίγγοντάς του το κρανίο με σιδερένιο στεφάνι (μέγγενη).
«Θυμάμαι όταν τον έφεραν από το Πολέμι. Εγώ ήμουν 13 ετών και το σπίτι μας ήταν ακριβώς δίπλα από το σπίτι του Βασίλη Αλεξάνδρου. Ήμασταν συνομήλικες και πολύ καλές φίλες με την μεγάλη του κόρη, την Ελευθερία. Ή ερχόταν εκείνη ή ήμουν εγώ σπίτι τους. Απ’ ό,τι είχε πει στην οικογένειά του και στους γείτονες που έρχονταν να τον δουν, τον είχαν βασανίσει, του είχαν σφίξει με μέγγενη το κεφάλι, τον είχαν χτυπήσει, τον είχαν βάλει μέσα σε γούρνα με παγωμένο νερό. Είχε και πρόβλημα πίεσης και κάθε μέρα του έδιναν να φάει ρέγγα, κι αυτό είχε χειροτερέψει την κατάστασή του»
Μία κόλαση ανάμεσα στις τουλίπες
Τέλη Αυγούστου του 1958 οι Εγγλέζοι έχοντας γεμίσει τα κρατητήρια με συλληφθέντες πολίτες σε μία απελπισμένη προσπάθεια να συντρίψουν την ΕΟΚΑ, αναγκάζονται για λόγους αποσυμφόρησης να μεταφέρουν κρατούμενους σε στρατόπεδα κράτησης. Ένα από αυτά δημιουργήθηκε στο Πολέμι, σε μια πρόχειρη επέκταση, του ήδη υπάρχοντος εκεί στρατοπέδου, την οποία έστησαν με μερικά τρύπια καλοκαιρινά αντίσκηνα που θα «στέγαζαν» τον πληθυσμό των αποικιοκρατικών κρατητηρίων.
Μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1958 περίπου 300 άνθρωποι που κρατούνταν σε διάφορα σημεία της ευρύτερης περιοχής Λεμεσού και Πάφου, μεταφέρθηκαν και εγκλείστηκαν στο Πολέμι όπου και παρέμειναν για 102 μέρες, σε άθλιες συνθήκες και στο έλεος αιμοδιψών και αρρωστημένων στρατιωτών του σκωτσέζικου Τάγματος των Argyll and Sutherland Highlanders στους οποίους είχε ανατεθεί η φρούρησή τους.

Το στρατόπεδο των Βρετανών στον Πολέμι
Εκτός από τον Βασίλη Αλεξάνδρου, ανάμεσα στους 300 πολιτικούς κρατούμενους του Πολεμίου, ήταν και οι 19χρονοι τότε αγωνιστές, Ανδρέας Αγγελόπουλος και Χαράλαμπος Χ’’Χαραλάμπους, οι οποίοι μαζί με τον Νίκο Βάκη αποτελούσαν την Επιτροπή πολιτικών κρατουμένων Πολεμίου, αλλά και την επιτροπή κρατούμενων αγωνιστών της ΕΟΚΑ που λειτουργούσε μυστικά εντός του στρατοπέδου. Ανάμεσα στις αρμοδιότητές τους ήταν να επιλαμβάνονται των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν συγκρατούμενοί τους αγωνιστές, προβλήματα που ήταν αμέτρητα, αφού οι κακουχίες και η βάναυση μεταχείριση που βίωναν καθημερινά από τους Σκωτσέζους στρατιώτες ήταν ασύλληπτη.

Από αριστερά προς τα δεξιά οι αγωνιστές Ανδρέας Αγγελόπουλος, Νίκος Βάκης και Χαράλαμπος Χ“Χαραλάμπους
Ενδεικτικό της κατάστασης εξάλλου και το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο Τάγμα είχαν δοθεί απεριόριστες εξουσίες σε σχέση με την φρούρηση των κρατουμένων, εξουσίες που πολλές φορές έφταναν και στο σημείο της αυθαίρετης χρήσης όπλων εναντίον τους.
Χαρακτηριστική εξάλλου είναι η αναφορά της Βρετανής ακαδημαϊκού του Πανεπιστημίου του Essex, Aoife Duffy, στη διατριβή της με τίτλο «Detention without Trial in the United Kingdom: From Empire to the ‘War on Terror’» στην οποία σημειώνει ανάμεσα σε άλλα, πως στο στρατόπεδο Πολεμίου οι στρατιώτες είχαν την άδεια να πυροβολούν κατά κρατουμένων αν ο κρατούμενος έχει πλησιάσει τα συρματοπλέγματα ή αν πίστευαν πως αυτός θα ήταν ο μόνος τρόπος να σώσουν ένα συνάδελφό τους στρατιώτη ή να αποτρέψουν μια απόδραση. Οι κρατούμενοι «αθώοι ή ένοχοι» γράφει η Duffy, ήταν υποκείμενα της ίδιας σκληρής μεταχείρισης, αλλά και πιθανά θύματα των διερυμένων εξουσιών που είχαν δοθεί από τις αποικιοκρατικές αρχές στη διοίκηση των στρατοπέδων κράτησης.

Αυτό πράγματι συνέβαινε στο Πολέμι. Χαρακτηριστική η μαρτυρία για έναν κρατούμενο που πλησίασε τα συρματοπλέγματα προκειμένου να πιάσει μια μπάλα με την οποία έπαιζαν ποδόσφαιρο, και ο φρουρός στον ένα από τους τέσσερις πύργους που κάλυπταν τις άκρες του στρατοπέδου, τον πυροβόλησε, ευτυχώς, χωρίς να τον πετύχει.
Σήμερα οι βετεράνοι αγωνιστές Ανδρέας Αγγελόπουλος και Χαράλαμπος Χ’’Χαραλάμπους έχοντας περάσει τα 80, εξακολουθούν να θυμούνται τις φρικτές μέρες που έζησαν σε εκείνη την «κόλαση ανάμεσα στις τουλίπες» όπως τη χαρακτηρίζουν, και οι οποίες σημάδεψαν για πάντα το σώμα και την ψυχή τους.
«Με τον Βασίλη Αλεξάνδρου ήμασταν συγκρατούμενοι. Το στρατόπεδο εκεί τον Εγγλέζων ήταν μια ζωντανή κόλαση. Οι Σκωτσέζοι στρατιώτες που υπηρετούσαν εκεί ήταν αδίστακτοι», μάς λέει μιλώντας στο OMEGAlive, ο Ανδρέας Αγγελόπουλος.
«Το άγριο ξύλο και τα καψόνια ήταν μέρος της καθημερινότητάς μας. Τέσσερις, πέντε, έξι, ακόμη και δέκα φορές μέσα στη μέρα, μάς καλούσαν από τα μεγάφωνα σε παράταξη… το λεγόμενο «roll call». Αν κάποιος ήταν λίγο αξύριστος τον χτυπούσαν με γροθιές, με τον κόπανο των όπλων, με γκλοπς και ό,τι άλλο είχαν πρόχειρο»
«Μάς αντιμετώπιζαν σαν στρατιώτες, με στρατιωτική πειθαρχία. Κάθε πρωι μας έβαζαν να κάνουμε ασκήσεις, μικροί μεγάλοι, τραυματισμένοι ή μη, να τρέχουμε γύρω-γύρω και πάνω-κάτω το λόφο και κάποιες φορές μάς κλωτσούσαν και κυλούσαμε από τον λόφο κάτω»
«Ακόμη και τις νύχτες έρχονταν μεθυσμένοι οι Σκωτσέζοι εκεί που κοιμόμασταν και μάς έκαναν άχρηστους. Ειδικά αν είχαν απώλειες από χτυπήματα της ΕΟΚΑ, εκεί αγρίευαν ακόμη περισσότερο και έβγαζαν όλη τους την μανία πάνω μας. Ακόμη και έναν κωφάλαλο που είχαμε στο Πολέμι συγκρατούμενο θυμάμαι τον χτύπησαν ζητώντας του να μιλήσει! Ήταν αδίστακτοι»
«Τη νύχτα κοιμόμασταν μέσα σε κάτι τρυπημένα καλοκαιρινά αντίσκηνα. Αρκετά άτομα σε κάθε αντίσκηνο. Δεν υπήρχαν κρεβάτια, κοιμόμασταν κάτω στο χώμα. Μας είχαν δώσει από δύο κουβέρτες -μια για στρώμα και μια για να σκεπαζόμαστε. Τον χειμώνα δεν αντέχαμε, το κρύο ήταν τσουχτερο, λόγω και της υγρασίας που επικρατούσε στην περιοχή. Κάποιοι τύλιγαν το σώμα τους κάτω από τα ρούχα με εφημερίδες για να ζεσταθούν. Για τουαλέτα χρησιμοποιούσαμε έναν κουβά σε κάθε αντίσκηνο. Υπήρχαν και κάποιες τουαλέτες έξω, αλλά ο φόβος μήπως βρεθούμε ξανά έρμαιο στα χέρια τους, μάς υποχρέωνε να μένουμε κλεισμένοι στα αντίσκηνα όσο το δυνατό περισσότερο. Το φαγητό μας κι αυτό λιγοστό, κρέας το πολύ μια φορά την βδομάδα»
Για τις συνθήκες κρατησης στο Πολέμι ο Χαράλαμπος Χ’’Χαραλάμπους θυμάται:
«Ήμασταν κυριολεκτικά στο έλεός τους. Μέσα στο στρατόπεδο στο Πολέμι δεν υπήρχαν ούτε νόμοι, ούτε κανονισμοί. Για όλο το στρατόπεδο υπήρχε ένας Διοικητής και οι στρατιώτες ήταν απρόβλεπτοι, ανερμήνευτοι και αδίστακτοι. Μας βασάνιζαν και μάς χτυπούσαν ανηλεώς. Ήταν μια καθημερινή κόλαση»
Εφιάλτης στο αντίσκηνο 20
Το αποκορύφωμα του αρρωστημένου σαδισμού των Σκωτσέζων στρατιωτών ήταν μέσα στο αντίσκηνο υπ’ αριθμόν 20. Το συγκεκριμένο αντίσκηνο ήταν άδειο και τοποθετημένο στο ψηλότερο και πιο απομακρισμένο σημείο του στρατοπέδου. Εκεί μέλη του σκωτσέζικου Τάγματος έπαιρναν καθημερινά κρατούμενους –κάποιες φορές έναν-έναν και κάποιες φορές δύο-δύο- και τους ξυλοκοπούσαν μέχρι λιποθυμίας.
Όποιος έμπαινε στο αντίσκηνο 20, μάς λέει χαρακτηριστικά ο Ανδρέας Αγγελόπουλος, «έβγαινε έξω μισοπεθαμένος». Του ίδιου μάλιστα του είχαν σπάσει τα χέρια.
Για εκείνους τους φρικτούς μήνες όμως, μάς μίλησε κι ο Μιχάλης Καλογερόπουλος, ο νεαρότερος ίσως πολιτικός κρατούμενος που πέρασε από τα στρατόπεδα κράτησης των Βρετανών, αφού έζησε την κτηνωδία του Πολεμίου σε ηλικία μόλις 16 ετών.
«Ήμουν από τους μικρότερους σε ηλικία πολιτικούς κρατούμενους, μόλις 16 χρονών. Το αντίσκηνο 20 ήταν ό,τι χειρότερο ζούσαμε στο Πολέμι. Έμπαινες μέσα όρθιος και έβγαινες μισοπεθαμένος από το ξύλο. Εκεί στο 20 όταν μας έπαιρναν, ήταν μέσα 4-5 στρατιώτες, μάς έδεναν τα χέρια με χειροπέδες ή πάνω σε πάσσαλο και ξεκινούσε το μαρτύριο. Ξύλο παντού, με τα χέρια, με τα πόδια, με τα όπλα, με τα γκλοπς, με σίδερα, με βέργες, και όσο μας χτυπούσαν, έξω άλλοι Σκωτσέζοι στρατιώτες έπαιζαν πίπιζα».
«Οι χωρικοί της περιοχής άκουγαν τις φωνές μας όταν μάς χτυπούσαν. Η μόνη στιγμή που σταματούσαν το ξύλο, ήταν όταν έπαιζε η καμπάνα. Το είχαμε προσέξει και είχαμε συνενοηθεί με κάποιους χωρικούς, όταν ακούν κραυγές από ξύλο να παίζουν την καμπάνα του χωριού για να σταματούν. Πολλές φορές όμως μάς χτυπούσαν βραδύ, και το βράδυ δεν υπήρχε κανένας να μάς ακούσει για να παίξουν την καμπάνα και να σταματήσουν»
Ο Βασίλης Αλεξάνδρου, όπως και όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι Πολεμίου πέρασε κι αυτός από το αντίσκηνο 20, μάς λέει ο Μιχάλης Καλογερόπουλος.
«Θυμάμαι τον Βασίλη. Τον είχαν πάρει και εκείνον στο 20 και τον χτύπησαν. Όλοι είχαμε περάσει από εκεί. Ήταν όμως παλικάρι. Από τα χτυπήματα και τα βασανιστήρια πέθανε ο Βασίλης»
Αλλά και ο Ανδρέας Αγγελόπουλος είχε δει τον Βασίλη Αλεξάνδρου στο Πολέμι.
«Ήταν βασανισμένος, ταλαιπωρημένος, με προβλήματα υγείας, δεν μπορούσε να περπατήσει πολύ. Η Επιτροπή Κρατουμένων που είχαμε συστήσει έκανε πολλά διαβήματα να τον απελευθερώσουν, αλλά δεν δέχονταν οι Εγγλέζοι»
«Κάποια στιγμή τον εξέτασε ένας κρατούμενος που ήταν νοσοκόμος και μάς είπε πως είναι πολύ άσχημα. Επιμείναμε να ζητάμε την απελευθέρωσή του, για να νοσηλευτεί. Αυτό τελικά έγινε τον Νοέμβρη του 1958, όταν πια είδαν ότι ήταν στα τελευταία του και δεν ήθελαν να πεθάνει μέσα στο στρατόπεδο και να έχουν μπλεξίματα. Γι αυτό και όταν τον άφησαν να επιστρέψει σπίτι του, πέθανε μετά από 2-3 μέρες»
Σε ένα από τα υπομνήματα των πολιτικών κρατουμένων Πολεμίου προς τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό ημερομηνίας 28/11/1958, έγραφαν για την περίπτωση του Βασίλη Αλεξάνδρου:
«Των ξυλοδαρμών δεν εξαιρούντο ουδ’ αυτοί οι γέροντες, οι ιερείς, οι σοβαρά ασθενείς, ο κωφάλαλος και οι παντός είδους ανάπηροι. Ειδικώς αναφέρομεν την περίπτωση του Βασίλη Αλεξάνδρου D.P. 2508, ήδη αποθανόντος, ο οποίος αν και σοβαρότατα ασθενής, υποφέροντας εξ ουραιμίας και υψηλής πιέσεως, δεν εξαιρείτο των ανωτέρω κακώσεων, αι οποίαι επεδείνωσαν την κατάστασή του και επετάχυναν τον θάνατό του σε ηλικία 32 ετών. Μετεφέρθη εις το επαρχιακό Νοσοκομείο Πάφου μόνον όταν η κατάστασις του ήτο πολύ σοβαρά, ευρισκόμενος εις το χείλος του θανάτου. Παρ΄όλας τα εκκλήσεις των οικείων του αφ’ ενός και των συγκρατουμένων του αφ’ ετέρου περί απολύσεώς του, ο Κυβερνήτης της Κύπρου, κωφεύων εις όλα τα σχετικά διαβήματα επέμενε ότι η κράτησις του Βασίλη ήταν αναγκαία και επιβεβλημένη! Τότε μόνον τον απέλυσε, όταν επληροφορήθη ότι ο Βασίλης έπνεε τα λοίσθια»

Δημοσίευμα της εφημερίδας «ΚΥΠΡΟΣ» για το Πολέμι, ημερ. 13 Οκτωβρίου 1958

Δημοσίευμα της εφημερίδας «ΕΘΝΟΣ» για το Πολέμι, ημερ. 15 Οκτωβρίου 1958
Σήμερα πάντως, ο άλλοτε χώρος μαρτυρίου για 300 ανθρώπους, αποτελεί χώρο ιστορικής μνήμης, όπου ντόπιοι και ξένοι έχουν την ευκαιρία να επισκεφθούν και να ενημερωθούν για τα όσα φρικτά έλαβαν χώρα εντός του, τις 102 μέρες που λειτούργησε σαν στρατόπεδο κράτησης πολιτικών κρατουμένων.




Σε κόκκινο κύκλο η φωτογραφία του Βασίλη Αλεξάνδρου κατά τη σύλληψή του, αναρτημένη κι αυτή μαζί με τις φωτογραφίες όλων όσων έζησαν τη φρίκη στο Πολέμι
Πρόωρο τέλος πλάι σ’ ένα παράθυρο
Ο Βασίλης Αλεξάνδρου αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει σπίτι του, όταν πια ήταν πολύ αργά, αφού στις 21 Νοεμβρίου του 1958, δύο μόλις ημέρες μετά την απόλυσή του, ξεψύχησε καταβεβλημμένος από τις κακουχίες και τα φρικτά βασανιστήρια.
Η κόρη του Μάρω φέρνοντας στην μνήμή της την εικόνα του πατέρα της εκείνες τις δύο τελευταίες μέρες της ζωής του, μάς λέει συγκινημένη:
«Όταν ήρθε πίσω ήταν χάλια. Σκελετωμένος, βασανισμένος. Νερό έπινε με το κουταλάκι. Του είχε βαλει η μάνα μας το κρεβάτι κοντά στο παράθυρο να βλέπει απ’ έξω. Έμενε ξαπλωμένος εκεί, δεν μπορούσε να σηκωθεί καθόλου. Εμείς, παιδιά, πηγαίναμε κοντά του, ξαπλώναμε μαζί του και τον αγκαλιάζαμε, θέλαμε να σηκωθεί, αλλά δεν μπορούσε, το μόνο που μονολογούσε ήταν… «τα μωρά μου». Άντεξε δυόμιση μέρες και πέθανε»

Την ίδια εικόνα από τον Βασίλη Αλεξάνδρου έχει κρατήσει και η κ. Παναγιώτα Μανδρή, η καλή φίλη της μεγαλύτερης κόρης του ήρωα, Ελευθερίας:
«Όταν το έφεραν ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, ζαλισμένος, ταλαιπωρημένος και θυμάμαι που δεν έβλεπε καθόλου. Μας καταλάβαινε από τη φωνή. Η γυναίκα του Ελένη έλεγε στην μητέρα μου ‘μίλα του να δούμε αν θα σε καταλάβει’. Θυμάμαι την μέρα που πέθανε. Η γυναίκα του προσπαθούσε να του δώσει νερό με το κουταλάκι και το νερό δεν πήγαινε κάτω, έβγαινε από τα πλάγια. Κατάλαβε ότι ήταν στα τελευταία του και μάς είπε δεν θα αντέξει. Ήρθαν όλοι οι γείτονες εκεί, και μετά από λίγες ώρες ξεψύχησε. Μου έχει μείνει η εικόνα του όταν πέθανε, θυμάμαι που του έκλεισαν τα μάτια και ήταν κατάχλωμος»
Όταν πέθανε o Βασίλης Αλεξάνδρου η σύζυγός του Ελένη, έμεινε μόνη με τρία παιδιά. Η ζωή της από το σημείο εκείνο και μετά ήταν ένας αδιάκοπος αγώνας για να μπορέσει να σταθεί κοντά τους και μάνα και πατέρας, και να τα μεγαλώσει.
Πηγή: omegalive