ΟΣΑ και να γραφούν για το δράμα που ζούσε η Νίτσα Χατζηγεωργίου, ιδίως μετά την εκδικητική απόλυσή της από τα Τμήμα Στατιστικής στο οποίο εργαζόταν, δεν μπορούν να καλύψουν το εύρος του εναντίον της πολύπλευρου «πολέμου». Ενός «πολέμου», που είχε οδυνηρές επιπτώσεις στην υγεία της, επιπλέον των ψυχοσωματικών πληγών που της προκάλεσαν βασανιστήρια των Άγγλων στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα.
«Πολέμου», στον οποίο προστέθηκαν και οι ανυπέρβλητες δυσκολίες επιβίωσης της ίδιας και της μητέρας της.
ΔΕΝ ήθελε να δει κανένα η Νίτσα, δεν καθόταν, δεν ησύχαζε. Όπου πήγαινε ζητώντας δουλειά, την έδιωχναν. Την έβλεπαν στο δρόμο και έστριβαν το κεφάλι με αποστροφή. Είχαν τόση δύναμη, λόγω σχέσεων με την εξουσία οι διώκτες της, που δεν άφηναν τίποτε που δεν το έκαναν εναντίον της. Εκνευριζόταν, απογοητευόταν, εξοργιζόταν για τη συμπεριφορά αυτή και δεν ήταν λίγες οι φορές που γινόταν εκτός εαυτού. Είχε φτάσει στο σημείο να της μιλά κάποιος, ακόμα και πρώην συναγωνιστές της, και να αφρίζει από θυμό. Σε συναγωνιστή της, για παράδειγμα, που τη βρήκε μια μέρα σε δρόμο της Λευκωσίας και σταμάτησε προθυμοποιούμενος να τη μεταφέρει σπίτι της στον Άγιο Δομέτιο, φώναξε με οργή: «Εν θέλω τίποτε, εκτός που έναν πιστόλι, να καθαρίσω τους προδότες!..»
Κάποιοι επιβουλεύονταν τη ζωή της
ΜΕΣΑ σ’ αυτό το εκρηκτικό κλίμα ζούσε καθημερινά η αγωνίστρια Νίτσα. Δεν έπαυε όμως στιγμή να καταφέρεται εναντίον των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, γεγονός που εξαγρίωνε περισσότερο όσους και όσες δεν τη χώνευαν. Αναζητούσαν τρόπο να της κλείσουν το στόμα αλλά δεν εύρισκαν, γιατί κανένας, ούτε από το περιβάλλον της, δεν μπορούσε να την επηρεάσει. Έβαζαν ακόμα και γνωστούς της να της υποβάλλουν ότι θα είχε να υποφέρει εξαιτίας της συμπεριφοράς της αυτής. Δεν τους λάμβανε υπόψη, τονίζοντας πάντα ότι ήταν ελεύθερη να λέει τη άποψή της, είτε άρεσε αυτή είτε όχι. Ποτέ δεν μπορούσε, όμως, το μυαλό της να πάει στο κακό. Ότι λίγοι ή πολλοί θα έφταναν στο σημείο να σκέφτονται ακόμα και την εξαφάνισή της από τη ζωή. Ως εκεί εκτεινόταν, δυστυχώς, η «δημοκρατικότητά» τους, ο «σεβασμός» προς τη ζωή συνανθρώπων τους, η «προσήλωσή» τους στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών και απόψεων.
ΚΑΙ δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο τσαμπουκάς αυτός στηριζόταν στο γεγονός ότι είχαν την απόλυτη κάλυψη της εξουσίας. Ότι η εξουσία αποτελούσε τη θωράκισή τους. Αισθάνονταν ισχυροί πέρα για πέρα, γεγονός που τους έκανε υπερφίαλους και προκλητικούς. Ότι δεν είχαν υποχρέωση να δώσουν λογαριασμό σε κανένα. Ότι μπορούσαν να δικάζουν και να καταδικάζουν ανθρώπινες υπάρξεις στο «τσάκ-τσάκα». Ότι κρατούσαν και το κρέας και το μαχαίρι!..
Πέθανε στα χέρια των στραγγαλιστών της!..
ΑΥΤΑ όλα μέχρι τις 10 Μαρτίου 1968 το βράδυ, που ήταν και το τελευταίο για τη Νίτσα. Το μοιραίο εκείνο βράδυ, κατά το οποίο οι μοχθηροί διώκτες της έθεσαν σε ενέργεια το ανόσιο έργο τους και το υλοποίησαν. Δεν προέκριναν άλλο τρόπο θανάτωσής της από τον στραγγαλισμό της, μέσα στο ίδιό της το σπίτι μάλιστα. Τόσο ήταν το θράσος και η έπαρσή τους
Η ΝΙΤΣΑ πέθανε στα χέρια των στραγγαλιστών της…Η ωραία εξαίσια ύπαρξη, η ανεπανάληπτη αγωνίστρια, το σε αφόρητο βαθμό καταφρονεμένο εκείνο πλάσμα του Θεού, άφησε αναπάντεχα τον ψεύτικο αυτό κόσμο σε ηλικία ζωντάνιας και ακμής. Παρέδωσε το πνεύμα με βίαιο και αποτρόπαιο τρόπο, δίδοντας τη χαρά της εκδίκησης στους αιμοδιψείς δημίους της. Οι οποίοι, αφού βεβαιώθηκαν για τη μετάστασή της στην άλλη ζωή, χωρίς καμιά καθυστέρηση την ξάπλωσαν στο κρεβάτι της, έβαλαν τα χέρια της μπροστά και πάνω από αυτά μια Καινή Διαθήκη! Προφανώς, για να δώσουν την εντύπωση ότι πέθανε φυσιολογικά ενώ διάβαζε. Που, βέβαια, αν έτσι ήταν, το ιερό βιβλίο δεν θα βρισκόταν πάνω από τα χέρια της, αλλά μέσα ή κάτω από αυτά.
Οι στραγγαλιστές έσπευσαν τότε να φύγουν στη σιγαλιά της νύχτας και υπό την κάλυψη του σκότους. Αυτό που ήθελαν να κάνουν το πέτυχαν και η ψυχή τους «ησύχασε». Η φωνή της «αντιπάλου» τους Νίτσας Χατζηγεωργίου σίγησε για πάντα και η ευχαρίστηση πλημμύρισε δια μιας τη μαύρη ψυχή τους. Ότι ήταν μέρες του Τριωδίου καθόλου δεν βάραινε τη ψυχή τους. Το στάδιο μετάνοιας, προσευχής, νηστείας, και προπαρασκευής για τον άξιο γιορτασμό των Παθών του Κυρίου και της Ανάστασής του που περνούσε το διάστημα εκείνο ο κάθε Χριστιανός, δεν είχε καμιά αξία γι’ αυτούς. Καθόλου δεν τους συγκινούσαν οι ωδές του Ακάθιστου Ύμνου προς την Παναγία. Η Κυριακή της Ορθοδοξίας, της Σταυροπροσκύνησης, η πνευματική άνοδος του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, η βαθειά και συνειδητή μετάνοια της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Όλα είχαν σβηστεί και χαθεί από τη ψυχή τους και τα αντικατέστησαν με τις επιταγές του Σατανά…
Ω, ανόσιον έργον απροσμέτρητον! Ω, δαιμόνων μίσος και μοχθηρία απύθμενος!..
ΜΙΛΟΥΜΕ για στραγγαλιστές της Νίτσας, δηλαδή πέραν του ενός προσώπων, γιατί ένα έγκλημα αυτού του τύπου δεν μπορούσε να το εκτελέσει έναν και μόνο άτομο. ΟΙ δράστες πρέπει να ήσαν πέραν του ενός, αλλά και για δυο άλλους σημαντικούς λόγους: Για την αντιμετώπιση πιθανής αντίδρασης του θύματος, αλλά και για την τέλεια επιτυχία του εγκλήματος. Το ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν όπλο ή μαχαίρι, με τα οποία μπορεί να δράσει από μόνος του ένας εγκληματίας, λέει πολλά. Αντίθετα, οι φονείς της προέκριναν την απεχθέστατη μέθοδο του στραγγαλισμού, την τόσο φρικτή και ακραία, μετουσιώνοντας σε πράξη τη γνωστή φράση πολλών στην Κύπρο, «θα τον/την πεθάνω με τα ίδιά μου τα χέρια»!
Ιατροδικαστής: «Ναι, ήταν στραγγαλισμός»
ΤΗ νεκρή Νίτσα βρήκε το πρωί η μητέρα της. Πάνω από τα στρωσίδια. Με γαλήνιο το πρόσωπο, παρά τον συγκλονιστικό και επώδυνό της θάνατο. Η είδηση του θανάτου της παραξένεψε τους πολλούς στην Κύπρο, που τίποτε δεν ήξεραν. Μια νεότατη κοπέλα στα 37 της τι να έπαθε άραγε και πέθανε; Υπήρχαν, όμως κι εκείνοι – όχι λίγοι – που γνώριζαν το μαρτύριο που βίωνε καθημερινά και για πολλά χρόνια. Που με τίποτε δεν πίστευαν σ’ αυτό που διέρρευσε σκόπιμα, ότι αυτοκτόνησε. Όμως, ο ιατροδικαστής, που έκαμε και τη νεκροψία, ήταν απόλυτος: Η Νίτσα στραγγαλίστηκε.
ΠΟΛΛΑ χρόνια μετά, ο ιατροδικαστής Παντελής Κατελάρης είπε στον γράφοντα:
- «Η αυτοκτονία δεν έχει τα ευρήματα της περίπτωσης της Νίτσας. Οι εκχυμώσεις στο λαιμό της ήταν χαρακτηριστικές και πειστικές. Δεν ήταν από σχοινί, οι αυλακώσεις από το σφίξιμο των χεριών και οι εκχυμώσεις από τα νύχια, δεν άφηναν καμιά αμφιβολία ότι στραγγαλίστηκε. Δεν αυτοκτονεί κάποιος σφίγγοντας το λαιμό μόνος του.»
ΦΙΛΟΣ της οικογένειας Χατζηγεωργίου, συναγωνιστής της Νίτσας, που πήγαινε για επίσκεψη τη νύχτα του στραγγαλισμού στο σπίτι της, είπε πως πλησιάζοντας είδε μια σκιά να απομακρύνεται βιαστικά, οπότε και δεν προχώρησε. Έκανε μεταβολή και αποχώρησε. Φοβήθηκε. Γνώριζε για το μίσος, την καταφρόνια και την περιφρόνηση που τύγχανε η Νίτσα, κι αυτό μέτρησε πολύ την ώρα εκείνη.
ΤΟ αν έγιναν ανακρίσεις από την Αστυνομία για το θάνατο της Νίτσας και ποιες, ποτέ δεν έγινε γνωστό. Σίγουρα συλλήψεις δεν έγιναν. Παραμένει και το έγκλημα αυτό στον μεγάλο κατάλογο των ανεξιχνίαστων εγκλημάτων, που διαπράχθηκαν στα οκτώ μέχρι τότε χρόνια ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εγκλήματα, που αποτελούν όνειδος και ντροπή για υπεύθυνους και ανεύθυνους, που βρίσκονταν τότε στην εξουσία. Μια κατάμαύρη σελίδα στα πεπραγμένα του κράτους «της ορκής του Θεού», όπως προσφυώς το αποκάλεσε ο γιατρός και πολιτευτής Θεμιστοκλής Δέρβης.
Μπουλντόζες διαλύουν τον τάφο της!
ΚΑΙ νεκρή όμως η Νίτσα, δεν έμελλε να ησυχάσει. Λίγα χρόνια μετά την ταφή της, έπιασαν δουλειά στο κοιμητήριο που αναπαυόταν μπουλντόζες, για να διευρύνουν, όπως είπαν, τον χώρο της διπλανής εκκλησίας. Ο τάφος της Νίτσας και πολλοί άλλοι ανασκάφηκαν και τα κόκαλα ξεπετάγονταν εδώ κι εκεί. Ευτυχώς, κάποιοι συναγωνιστές της αγωνίστριας φρόντισαν και μάζεψαν όσα κόκαλά της μπόρεσαν και τα προφύλαξαν σε οστεοφυλάκιο στο νέο κοιμητήριο Λευκωσίας. Η αγάπη επίσης συναγωνιστών και φίλων της οικογένειας, φρόντισαν μετά από πολλά χρόνια να στήσουν προτομή της Νίτσας στην πρόσοψη του σωματείου ΕΝΑΔ, του εθνικόφρονος σωματείου του Αγίου Δομετίου. Εκεί τιμάται κάθε χρόνο με δέηση και κατάθεση στεφάνων, μετά από το μνημόσυνό της στην παρακείμενη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
ΜΕ βάση τα πιο πάνω, οι εχθροί της Νίτσας μπορεί να προσπάθησαν να την ξεκάμουν σε μια προσπάθεια να σβήσουν τη σπάνια εθνική της δράση, όμως δεν τα κατάφεραν. Το «ιερό σκεύος» και «μαύρο πρόβατο» της ΕΟΚΑ θα υπάρχει ζωντανό πάντα στη μνήμη όσων την γνώρισαν, αλλά και ως άριστη ανάμνηση για όσους θα έρθουν μελλοντικά. Σύμβολο θυσίας για την πατρίδα και παράδειγμα ανιδιοτελούς και χωρίς όρια και φραγμούς προσφοράς από μια ολοκληρωμένη εθνική προσωπικότητα που ξεχώρισε.
ΑΙΩΝΙΑ ας είναι η μνήμη της.
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
16.3.2015
Πηγή: nikospa.wordpress.com
*Την φωτογραφία εκμοντέρνισε η σελίδα μας.