Categories
Χωρίς κατηγορία

Σαν σήμερα 18/11/1958, δολοφονείται άνανδρα απο τους Άγγλους, ο αγωνιστής της Ένωσης Αναστάση Γιακουμής.

Γεννήθηκε στο χωριό Καλογραία, της επαρχίας Κερύνειας. Πιθανή χρονολογία αναφέρεται το 1903.

Σύζυγος : Μαρίτσα Γιακουμή
Παιδιά : Άννα, Ανάστα και Ανδριανή
Γονείς : Αναστάσης και Αννεζού Αναστάση

Ο Γιακουμής Αναστάση, φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και κατοίκησε στη συνοικία Φώτης του χωριού Χάρκεια, όπου και νυμφεύτηκε. Ήταν γεωργός.

Υπήρξε από τους πρωτεργάτες του Αγώνα στην περιοχή του και υπηρέτησε ως σύνδεσμος. Μετέφερε αλληλογραφία, φυλλάδια και οπλισμό. Δούλευε σκληρά και αθόρυβα και κανείς δεν τον υποψιαζόταν.

Κοντά στο περιβόλι του, στο χωριό Χάρκεια, στην τοποθεσία Φώτης, υπάρχει ένα μέρος, από το οποίο κατηφορίζει ο δρόμος προς τη θάλασσα και στενεύει. Τόσο από τη δυτική όσο και από την ανατολική πλευρά υψώνεται απότομος γκρεμός. Από πάνω εκτείνεται τράχωνας (ισιοτόπι), η “Μούττη της Χαμπίνας”. Για να μεταφέρουν οτιδήποτε στο στρατόπεδο τους στο Γιαϊλά, κοντά στη Χαλεύκα, οι Άγγλοι έπρεπε να περάσουν από εκεί. Αυτή την τοποθεσία επέλεξε η ΕΟΚΑ για επίθεση εναντίον τους.

Την ομάδα που θα διενεργούσε την επίθεση αποτελούσαν τρία μέλη της ΕΟΚΑ, ανάμεσα στα οποία ο Γιακουμής Αναστάση, ο οποίος και είχε μεταφέρει εκεί τη νάρκη πιέσεως που χρησιμοποιήθηκε. Αφού άνοιξαν λάκκο στο δρόμο όπου θα την τοποθετούσαν, κρύφτηκαν οι δυο και περίμεναν. Ο Γιακουμής φρουρούσε από το περιβόλι του και έδωσε το σύνθημα, όταν εμφανίστηκαν τα στρατιωτικά αυτοκίνητα. Οι άλλοι δυο τοποθέτησαν τη νάρκη και απομακρύνθηκαν. Ο Γιακουμής παρέμεινε εκεί οργώνοντας, τάχα, για να εμποδίσει το πέρασμα πάνω από τη νάρκη ιδιωτικού αυτοκινήτου, αν τύχαινε να εμφανιστεί.

Όταν η νάρκη έπληξε στρατιωτικό αυτοκίνητο από τη διερχόμενη φάλαγγα, Άγγλοι στρατιώτες ξεχύθηκαν στην περιοχή, τον είδαν που εργαζόταν και τον πυροβόλησαν απρόκλητα.

 
 
Categories
Χωρίς κατηγορία

Σαν σήμερα 4/11/1956 πέφτουν ηρωικά μαχόμενοι , οι αγωνιστές της Ένωσης Γεώργιος Αναστάση, Παναγή Βάσος και Στυλιανού Γεώργιος.

Αναστάση Γεώργιος

Γεννήθηκε στο Νέο Χωριό, της επαρχίας Πάφου, το 1933.
Γονείς : Αναστάσης και Αννίκα Ιακώβου
Αδέλφια : Χαραλαμπία, Λάζαρος, Ελένη, Ροδοθέα, Παρασκευή
Αρραβωνιαστικιά : Δέσποινα Χαραλάμπους

Ο Γεώργιος Αναστάση, μετά την αποφοίτησή του από το δημοτικό σχολείο του χωριού του, εργαζόταν ως ψαράς. Εντάχθηκε από τους πρώτους στο χωριό του στον αγώνα της ΕΟΚΑ και δούλευε αθόρυβα ως τροφοδότης και συνοδός ανταρτών της περιοχής του. Ήταν μέλος της Ομάδας Κρούσεως Τυφεκιοφόρων Νέου Χωριού Πάφου και ήταν άριστος στη ρίψη χειροβομβίδων. Πήρε μέρος σε δολιοφθορές εναντίον των Άγγλων και ασχολήθηκε με την περισυλλογή οβίδων από την περιοχή Αρναούτης του Ακάμα, η οποία χρησιμοποιήθηκε σαν πεδίο βολής του βρετανικού ναυτικού στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Το εκρηκτικό υλικό που περιείχαν οι οβίδες χρησίμευε για την κατασκευή ναρκών και χειροβομβίδων για τις ανάγκες της ΕΟΚΑ.

Το Μάιο και τον Ιούνιο του 1956, μαζί με συναγωνιστές του, καθάρισαν θάμνους και ετοίμασαν δίαυλο προσγείωσης αεροπλάνου στην περιοχή του Ακάμα, για ρίψη οπλισμού από αεροπλάνο ή και προσγείωσή του. Ο οπλισμός προγραμματιζόταν να σταλεί στην ΕΟΚΑ μυστικά από την Ιταλία.

Στις 4 Νοεμβρίου 1956 ο Γεώργιος Αναστάση, μαζί με το Γεώργιο Στυλιανού και το Βάσο Παναγή, έστησαν ενέδρα στην είσοδο του χωριού τους, εναντίον των Άγγλων, τους οποίους προκάλεσαν να ανεβούν από την Πόλη Χρυσοχούς στο Νέο Χωριό, όταν με παρότρυνση δική τους, οι συγχωριανοί τους κατέστρεψαν το έμβλημα της Μεγάλης Βρετανίας σε ταχυδρομικό γραμματοκιβώτιο και ύψωσαν την ελληνική σημαία. Με την ακινητοποίηση του δεύτερου οχήματος των Άγγλων, που πέτυχαν με την έκρηξη ηλεκτρικής νάρκης, έριξαν και τις δυο χειροβομβίδες που κρατούσαν, η μια από τις οποίες δεν εξερράγη, και αποχώρησαν. Δεν κτύπησαν το πρώτο αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν οι αστυνομικές αρχές της περιοχής, γιατί μέσα σ’ αυτό μεταφέρονταν όρθιοι δυο ομοχώριοί τους, τους οποίους οι Άγγλοι χρησιμοποίησαν ως ανθρώπινες ασπίδες.

Οι Άγγλοι στρατιώτες, μαζί με τους Τούρκους επικουρικούς που τους συνόδευαν, τους καταδίωξαν. Και ενώ οι τρεις αγωνιστές είχαν ήδη απομακρυνθεί αρκετά και ήταν έτοιμοι να καλυφθούν πίσω από βουνοκορφή, πληγώθηκε στο πόδι ο αρχηγός τους Γεώργιος Στυλιανού από Άγγλο σκοπευτή και γύρισαν πίσω και τον πήραν. Κατά την αποχώρησή τους, τους πρόλαβαν οι στρατιώτες, που άνοιξαν καταιγιστικά πυρά εναντίον τους και τους συνέλαβαν. Τους μετέφεραν κάτω από μια χαρουπιά, όπου πυροβόλησαν στο κεφάλι το Γεώργιο Στυλιανού και λόγχισαν μέχρι θανάτου τους Γεώργιο Αναστάση και Βάσο Παναγή. Μετά τους μετέφεραν στην πλατεία του χωριού και υποχρέωσαν τους συγχωριανούς τους να περάσουν μπροστά από τα κατακρεουργημένα κορμιά τους, τα οποία συνέχισαν να πυροβολούν και να λογχίζουν. Στη συνέχεια τους κρέμασαν στα οχήματά τους και τους περιέφεραν στην Πόλη Χρυσοχούς.

Παναγή Βάσος
Γεννήθηκε στο Νέο Χωρίο, της επαρχίας Πάφου, στις 17 Φεβρουαρίου 1929.

Γονείς : Παναγής Χριστοδούλου και Παρασκευή Ξενοφώντος Παναγή
Αδελφές : Ελισάβετ, Βασιλεία και Ανδρονίκη

Ο Βάσος Παναγή τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και εργαζόταν ως εργάτης και βοσκός. Με την έναρξη του αγώνα εντάχθηκε στις τάξεις της ΕΟΚΑ και ήταν μέλος της Ομάδας Κρούσεως Τυφεκιοφόρων Νέου Χωριού. Έδρασε στην απόκρυψη και διανομή εκρηκτικού υλικού, που μαζί με συναγωνιστές του, έπαιρναν από οβίδες που μάζευαν στην περιοχή “Αρναούτης” του Ακάμα, την οποία χρησιμοποιούσε σαν πεδίο βολής το Βρετανικό Ναυτικό στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Πήρε μέρος σε δολιοφθορές εναντίον των Άγγλων, σε ενέδρες και βομβιστικές επιθέσεις. Το Μάιο του 1956, μαζί με συναγωνιστές του, καθάρισαν από θάμνους και ετοίμασαν στην τοποθεσία Καψάλα του Ακάμα δίαυλο προσγείωσης αεροπλάνου, το οποίο προγραμματιζόταν να μεταφέρει μυστικά από την Ιταλία οπλισμό για τις ανάγκες της ΕΟΚΑ.

Στις 3 Νοεμβρίου 1956 η ομάδα της ΕΟΚΑ Νέου Χωρίου προκάλεσε επίθεση εναντίον Άγγλων στρατιωτών, οι οποίοι περιόρισαν τις κινήσεις τους στην περιοχή, λόγω των συχνών επιθέσεων που δέχονταν από την ΕΟΚΑ. Ο αρχηγός της ομάδας Γεώργιος Στυλιανού, συμβούλευσε να υψωθεί ελληνική σημαία στο σχολείο του χωριού και να καταστραφεί το ταχυδρομικό κιβώτιο που έφερε πάνω το βρετανικό βασιλικό έμβλημα. Ειδοποιήθηκε για τα συμβάντα η αστυνομική αρχή Πόλεως Χρυσοχούς και στάλθηκαν στρατιωτικές δυνάμεις στο χωριό, στην είσοδο του οποίου τα οχήματά τους ενέπεσαν σε ενέδρα της ΕΟΚΑ που έστησαν οι ήρωες Γεώργιος Στυλιανού, Βάσος Παναγή και Γεώργιος Αναστάση. Αυτοί ακινητοποίησαν το δεύτερο όχημα της φάλαγγας με πυροδότηση ηλεκτρικής νάρκης, γιατί στο πρώτο οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν δυο ομοχώριούς τους που είχαν πάρει για ανθρώπινες ασπίδες από το δρόμο. Έριξαν τις δυο τους χειροβομβίδες, εκ των οποίων η μια δεν εξερράγη και αποχώρησαν.

Οι Άγγλοι στρατιώτες, μαζί με Τούρκους επικουρικούς που δέχτηκαν την επίθεση, τους καταδίωξαν. Είχαν απομακρυνθεί αρκετά και ήταν έτοιμοι να καλυφθούν πίσω από βουνοκορφή, όταν ο Γεώργιος Στυλιανού, αρχηγός της αποστολής, πληγώθηκε στο πόδι. Οι δυο συναγωνιστές του γύρισαν πίσω και τον πήραν. Κατά την αποχώρηση, τους πρόλαβαν οι στρατιώτες, που άνοιξαν καταιγιστικά πυρά εναντίον τους και τους οδήγησαν σε επίπεδο έδαφος. Εκεί πυροβόλησαν στο κεφάλι το Γεώργιο Αναστάση. Μετέφεραν τους νεκρούς στο χωριό και υποχρέωσαν τους κατοίκους να περάσουν μπροστά από τα κατακρεουργημένα κορμιά τους, τα οποία συνέχισαν να πυροβολούν και να λογχίζουν. Στη συνέχεια τα κρέμασαν στα οχήματά τους και τα περιέφεραν στην Πόλη Χρυσοχούς.

Στυλιανού Γεώργιος

Γεννήθηκε στο Νέο Χωριό, της επαρχίας Πάφου, στις 7 Νοεμβρίου 1938 και μεγάλωσε στην Πόλη Χρυσοχούς, όπου εγκαταστάθηκαν οι γονείς του.

Γονείς : Στυλιανός Δημοσθένους και Φωστήρα Στυλιανού
Αδέλφια : Δέσποινα, Μάρθα, Κλεόπας, Αναστάσιος

Ο Γεώργιος Στυλιανού τελείωσε το δημοτικό σχολείο Πόλεως Χρυσοχούς και φοίτησε στο εκεί Ελληνικό Γυμνάσιο μέχρι και την τετάρτη τάξη. Ήταν ενθουσιώδης με έκδηλο το στοιχείο του θάρρους. Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ από τις αρχές του αγώνα και ανέπτυξε πλούσια δράση συνδεόμενος με την ανταρτική ομάδα της περιοχής του. Στη συνέχεια, κατόπιν εντολής του τομεάρχη του, τέθηκε επικεφαλής ομάδας Κρούσεως Τυφεκιοφόρων στο χωριό του. Το Μάιο και τον Ιούνιο του 1956, μαζί με συναγωνιστές του καθάρισε από θάμνους και ετοίμασε δίαυλο προσγείωσης αεροπλάνου στην περιοχή του Ακάμα, για ρίψη οπλισμού από αεροπλάνο ή και προσγείωσή του. Ο οπλισμός προγραμματιζόταν να σταλεί στην ΕΟΚΑ μυστικά από την Ιταλία.

Στις 23 Μαΐου 1956 ο Γεώργιος Στυλιανού κατόρθωσε να εκτελέσει Τούρκο αξιωματικό της αστυνομίας Πόλεως Χρυσοχούς, ο οποίος συλλάμβανε και ανέκρινε Έλληνες και συνήθιζε να κακοποιεί συγγενείς ανταρτών. Αναγνωρίστηκε, αλλά δεν συνελήφθη, επειδή κρυβόταν.
Στις 4 Νοεμβρίου 1956 προκάλεσε τους Άγγλους να ανεβούν στο Νέο Χωριό όταν, με εντολή του, οι συγχωριανοί του κατέστρεψαν το γραμματοκιβώτιο που έφερε το έμβλημα της Μεγάλης Βρετανίας και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο δημοτικό σχολείο. Στην είσοδο του χωριού ανέμενε τους Άγγλους επικεφαλής της ομάδας του, που την αποτελούσαν οι Γεώργιος Αναστάση και Βάσος Παναγή, που θανατώθηκαν μαζί του.

Έπληξαν με ηλεκτρική νάρκη το δεύτερο αυτοκίνητο της φάλαγγας των Άγγλων που κατέφθασαν, γιατί στο πρώτο οι αστυνομικές αρχές είχαν τοποθετήσει δυο ομοχώριούς τους, τους οποίους χρησιμοποίησαν ως ανθρώπινες ασπίδες. Με την ακινητοποίησή του, έριξαν και τις δυο χειροβομβίδες τους, εκ των οποίων η μια δεν εξερράγη, και απομακρύνθηκαν προς το λόφο. Ακολούθησε καταδίωξή τους κατά την οποία ο Στυλιανού πληγώθηκε στο πόδι από Άγγλο ακροβολιστή.

Οι δυο συναγωνιστές του γύρισαν πίσω, παρέλαβαν τον αρχηγό τους και προσπάθησαν να φύγουν μεταφέροντάς τον κάτω από τα καταιγιστικά πυρά των εχθρών, αλλά συνελήφθησαν και οι τρεις. Οι Άγγλοι στρατιώτες μαζί με τους Τούρκους επικουρικούς, που ήταν μαζί τους, αποτελείωσαν τον Στυλιανού πυροβολώντας τον στο κεφάλι και θανάτωσαν τους συντρόφους του με λογχισμούς. Κατακρεουργημένους τους μετέφεραν στο χωριό τους, όπου υποχρέωσαν τους κατοίκους να συγκεντρωθούν και να παρακολουθήσουν νέους πυροβολισμούς των νεκρών ήδη αγωνιστών, τους οποίους κρέμασαν στη συνέχεια στα αυτοκίνητά τους και τους περιέφεραν στους δρόμους της Πόλης της Χρυσοχούς.

Ο θάνατός τους συγκλόνισε ολόκληρη την Κύπρο αλλά ατσάλωσε ταυτόχρονα τη θέληση για συνέχιση του αγώνα.

Categories
Χωρίς κατηγορία

Σαν σήμερα 5/11/1955, πεθαίνει από τραύματα που του προκάλεσαν Άγγλοι στρατιώτες, ο αγωνιστής της Ένωσης Χαραλάμπους Γεώργιος.

Γεννήθηκε στο χωριό Άγιος Επιφάνιος της Σολέας, κοντά στη Φλάσου, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 16 Μαρτίου 1932.

Γονείς : Χαμπής Γιωρκή και Παναγιώτα Χαραλάμπους
Αδέλφια : Ιωάννης, Μυριάνθη, Θεόδωρος
Μνηστή : Χρυστάλλα Ιωάννου

Ο Γεώργιος Χαραλάμπους φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Φλάσου και εργαζόταν ως ξυλουργός. Κατοικούσε στο χωριό Κυρά της επαρχίας Μόρφου, όπου ήταν αρραβωνιασμένος με τη Χρυστάλλα Ιωάννου και ετοιμαζόταν να νυμφευθεί στις 30 Οκτωβρίου 1955. Στον αγώνα συνεργαζόταν με φοιτητική ομάδα του Διδασκαλικού Κολεγίου Μόρφου.

Τον Οκτώβριο του 1955 ο Διγενής είχε δώσει εντολή για μαχητικές διαδηλώσεις, ακόμη και σε περίπτωση επέμβασης των αρχών, με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940. Οι βρετανικές αρχές της Κύπρου δεν επέτρεψαν τον εορτασμό της ένδοξης επετείου και, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Διγενής,” ήταν προφανές ότι ο δυνάστης ήθελε να καταπνίξει τον εθνικόν εορτασμόν εις το αίμα”.

Στην κωμόπολη Μόρφου, υπεύθυνος της ΕΟΚΑ την εποχή εκείνη ήταν ο εξ Ελλάδος καθηγητής του Γυμνασίου, Βασίλειος Μπαρπάνης, ο οποίος και οργάνωσε τη διαδήλωση. Σ’ αυτή οι μαθητές του Γυμνασίου Μόρφου και οι φοιτητές του Διδασκαλικού Κολεγίου, στους οποίους προστέθηκαν και πολλοί πολίτες, πορεύθηκαν προς τον αστυνομικό σταθμό και υποχρέωσαν τους αστυνομικούς και τους εκεί Άγγλους στρατιώτες να βγουν από το σταθμό.

Κατά την έξοδό τους ρίφθηκαν εναντίον τους βόμβες, δυο από τις οποίες εξερράγησαν. Στο μεταξύ ομάδα διαδηλωτών προσπάθησε να πυρπολήσει κυβερνητικά κτίρια. Οι Άγγλοι στρατιώτες πυροβόλησαν εναντίον του πλήθους πληγώνοντας τρία άτομα, από τα οποία το ένα ήταν ο Γεώργιος Χαραλάμπους, ο οποίος πέθανε σε λίγες μέρες, στις 5 Νοεμβρίου 1955, στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου τον είχαν μεταφέρει.

Ο θάνατός του φούντωσε την οργή και ατσάλωσε τη θέληση για συνέχιση του Αγώνα, που βρισκόταν ακόμη στην πρώτη του φάση.

Categories
Χωρίς κατηγορία

Σαν σήμερα 12/11/1958, θανατώνεται από βασανιστήρια των Άγγλων ο αγωνιστής της Ένωσης Ξενοφώντος Πρόδρομος.

Γεννήθηκε στο χωριό Αγριδάκι, της επαρχίας Κερύνειας, το 1941.

Γονείς : Ξενοφών και Ειρήνη Τρύφωνα
Αδέλφια : Γρηγόρης, Ανδρέας, Περσού, Θεοδώρα, Λάζαρος, Ζαχαρίας, Λουκία

Ο Πρόδρομος Ξενοφώντος τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και ήταν άριστος μαθητής. Η οικονομική δυσχέρεια του πατέρα του δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του και εργαζόταν ως χύτης. Ήταν τολμηρός, ριψοκίνδυνος και του άρεσε το κυνήγι και ο αθλητισμός.

Έδωσε τον όρκο της ΕΟΚΑ τον Αύγουστο του 1957, σε ηλικία δεκαέξι μόλις χρονών, κατόπιν δικής του μεγάλης επιμονής και εργάστηκε στον αγώνα δίπλα από τα αδέλφια του. Πρώτες αποστολές που του ανατέθηκαν ήταν να διανέμει φυλλάδια, να μιλά με τον τηλεβόα και να παρακολουθεί διάφορες κινήσεις, κυρίως στρατιωτών. Δραστηριοποιήθηκε επίσης πολύ στην ίδρυση εθνικοφρόνων σωματείων στο χωριό του, στα οποία ο Κυριάκος Μάτσης, τομεάρχης της περιοχής, έδινε ιδιαίτερη σημασία. Ο Πρόδρομος ήταν μέλος στις επιτροπές του θρησκευτικού συλλόγου και της νέας συντεχνίας του χωριού του.

Όταν συνελήφθη ο μεγαλύτερός του αδελφός Ζαχαρίας, που ήταν τροφοδότης των ανταρτικών ομάδων του Μάτση στον Κυπαρισσόβουνο, ανέλαβε ο Πρόδρομος την τροφοδοσία. Στις 7 Νοεμβρίου 1958 μετέφερε τρόφιμα στους αντάρτες με συναγωνιστή του. Οι Άγγλοι είχαν πληροφορίες για την αποστολή του αλλά και αποδείξεις, όταν ανακάλυψαν τα ίχνη των παπουτσιών του κοντά στο δένδρο, όπου βρήκαν τα τρόφιμα και τον συνέλαβαν. Τον υπέβαλαν σε εξαντλητική ανάκριση. Στην άρνησή του να αποκαλύψει οτιδήποτε ακολούθησαν φρικτά βασανιστήρια μέχρι θανάτου. Όταν τον παρέδωσαν στους δικούς του νεκρό, ύστερα από τέσσερις μέρες, το κρανίο του ήταν σπασμένο από το σιδερένιο στεφάνι, το οποίο οι Άγγλοι χρησιμοποίησαν στα βασανιστήρια. Τα νύχια του επίσης ήταν όλα βγαλμένα.

Το όνομα του δεκαεπτάχρονου ήρωα φέρει σήμερα ένα από τα στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς στη Λεμεσό.

 
 
 
Categories
Χωρίς κατηγορία

Σαν σήμερα 17/06/1958 πεθαίνει στο Λονδίνο, όπου μεταφέρθηκε για θεραπεία ύστερα από βασανιστήρια των Άγγλων ο αγωνιστής της ελευθερίας Τριταίος Στέλιος.

Γεννήθηκε στο χωριό Πύργος Τηλλυρίας, της επαρχίας Λευκωσίας, το 1930.

Σύζυγος : Ελένη Τριταίου
Τέκνα : Γιάννης, Ανδρέας
Γονείς : Ιωάννης και Παρασκευού Τριταίου
Αδέλφια : Κυριάκος, Αντιγόνη, Ελένη, Γαβριήλ, Χρυσόστομος, Παύλος

Ο Στέλιος Τριταίος τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του και εργαζόταν στη Λευκωσία. Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ από την αρχή του αγώνα μαζί με τον ήρωα Γεώργιο Νικολάου και συνεργαζόταν με την ανταρτική ομάδα Κάτω Πύργου, καθώς και με τοπικούς παράγοντες της ΕΟΚΑ στην περιοχή. Υπήρξε ο κυριότερος σύνδεσμος της απομονωμένης αυτής περιοχής με τη Λευκωσία. Διευθετούσε την αποστολή της αλληλογραφίας, του οπλισμού και του ρουχισμού των ανταρτών σε σάκους με πίτουρα. Οι Άγγλοι ποτέ δεν μπόρεσαν να ανακαλύψουν οτιδήποτε.

Μετά την εκτέλεση κάποιου προδότη στον Πύργο από την ΕΟΚΑ, το Νοέμβριο του 1956, η προδοσία συνεχίστηκε από συγγενείς του και συνελήφθησαν πολλά μέλη της ΕΟΚΑ στην περιοχή, μεταξύ των οποίων και ο Στέλιος Τριταίος. Κρατήθηκαν σε στρατόπεδο αεροπόρων μεταξύ Πεντάγειας-Ξερού, όπου και βασανίστηκαν για δεκαεπτά μέρες. Όταν ο Στέλιος Τριταίος αφέθηκε ελεύθερος να πάει στο σπίτι του, ήταν βαριά τραυματισμένος στο στήθος όπου κτυπήθηκε με αλυσίδα. Τέθηκε υπό περιορισμό στο σπίτι του, αλλά η κατάστασή του χειροτέρευε. Επανειλημμένες προσπάθειες της συζύγου και των συναγωνιστών του να τον φυγαδεύσουν για θεραπεία στην Αγγλία, όπου βρίσκονταν τα αδέλφια του, απέτυχαν επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε να κινηθεί, χωρίς να υποβαστάζεται.
Τον Ιούνιο του 1958, ο κυβερνήτης Σερ Χιου Φουτ, που είχε αντικαταστήσει από τα τέλη του προηγούμενου έτους τον κυβερνήτη στρατάρχη Χάρντιγκ, διευκόλυνε, σε μια χειρονομία πολιτικής σκοπιμότητας, την αποστολή του Τριταίου στο Λονδίνο για θεραπεία.

Στις 17 Ιουνίου 1958 υποβλήθηκε σε εγχείρηση καρδιάς. Σύμφωνα με όσα ο αρχίατρος Σκοτς, ο οποίος χειρούργησε τον Τριταίο, ανέφερε πολύ αργότερα στο γιο του, ο ήρωας ήταν ουσιαστικά νεκρός από τη στιγμή που δέχτηκε δυνατό κτύπημα στο στήθος. Το κτύπημα αυτό είχε προκαλέσει νέκρωση τμήματος της καρδιάς. Με την αφαίρεση του νεκρού αυτού τμήματος ο θάνατος επήλθε, δυο ώρες μετά την εγχείρηση.

Categories
Χωρίς κατηγορία

Σαν σήμερα 20/06/1958 το ολοκαύτωμα στα Κούρδαλι. Σκοτώνονται από έκρηξη βόμβας οι αγωνιστές της Ένωσης Γεωργιάδης Παναγιώτης, Ανδρέας Πατσαλίδης, Αλέκος Κωνσταντίνου και Κώστας Αναξαγόρα.

Κώστα Αναξαγόρας

Γεννήθηκε στο χωριό Σπήλια, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 20 Ιουνίου 1935.

Γονείς : Αναξαγόρας και Μηνοδώρα Λουκά
Αδέλφια : Μάχη, Ανδρέας, Λουκάς, Ξενής, Νίκη, Ελένη, Γιώργος, Στέλλα, Μαρία, Μάριος, Κωστάκης
Αρραβωνιαστικιά : Μαρία Κλεάνθους

Ο Κώστας Αναξαγόρου φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σπηλιών και εργαζόταν ως οδηγός στο μεταλλείο Αμιάντου. Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος της Νέας Συντεχνίας, της ΣΕΚ και του Αθλητικού Συλλόγου “Άρης” Σπηλιών, σωματεία τα οποία ανέδειξε σε εστία εθνικών εξορμήσεων. Διακρινόταν για τον άδολο πατριωτισμό του ο οποίος χαρακτήριζε και όλη του την οικογένεια. “Όλοι μας στην οικογένεια είχαμε βαθιά ριζωμένη μέσα μας την πίστη, ότι Κύπρος θα πει Ελλάδα”, αναφέρει χαρακτηριστικά ο πατέρας του.
Ήταν από τους πρώτους που πύκνωσαν τη στρατιά της θρυλικής ΕΟΚΑ, μετά την ιστορική μάχη των Σπηλιών, το Δεκέμβριο του 1955. Διατέλεσε σύνδεσμος των ομάδων της ΕΟΚΑ που δρούσαν στα χωριά Σπήλια-Πολύστυπος, τα οποία ήταν κέντρα κατασκευής ναρκών και χειροβομβίδων. Διατηρούσε κρύπτες για την απόκρυψη τόσο του υλικού αυτού όσο και άλλου οπλισμού της Οργάνωσης.

Έλαβε μέρος σε ενέδρες και άλλες αποστολές, όπως ήταν η απόσπαση τριών ασυρμάτων από το δασικό σταθμό Πλατανιών και η ανατίναξη κυβερνητικού εκσκαφέα στα Σπήλια.
Σκοτώθηκε μαζί με τους συναγωνιστές του Ανδρέα Πατσαλίδη, Αλέκο Κωνσταντίνου και Παναγιώτη Γεωργιάδη, από έκρηξη νάρκης επιτόπιας κατασκευής. Η νάρκη εξερράγη καθώς οι τέσσερις αγωνιστές την επεξεργάζονταν υπό την καθοδήγηση του Παναγιώτη Γεωργιάδη και την προόριζαν για ενέδρα εναντίον των Άγγλων.

Χαρακτηριστική είναι η φράση του πατέρα του, όταν άκουσε τον θάνατο του γιου του: “Έχασα τον πρώτο. Έχω αμέσως άλλον, έτοιμο να πάρει τη θέση του στον αγώνα”.

Ενδεικτικό της ενότητας και του αγωνιστικού πνεύματος, που χαρακτήριζε τον κυπριακό λαό είναι και το γεγονός ότι οι κάτοικοι των Σπηλιών, τιμώντας τον ήρωα, ανέλαβαν εθελοντικά να καλλιεργούν τα κτήματα της οικογένειας, επειδή ο πατέρας του, λόγω των κακοποιήσεων που υπέστη από τους Άγγλους, δεν ήταν πια σε θέση να τα καλλιεργεί.

Γεωργιάδης Παναγιώτης

Γεννήθηκε στο χωριό Λειβάδια, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 15 Δεκεμβρίου 1929.

Γονείς : Αχιλλέας Ξιναρής και Ευγενία Χατζηγεωργίου
Αδέλφια : Ανδρέας, Γεώργιος και Ελένη

Ο Παναγιώτης Γεωργιάδης τελείωσε το δημοτικό σχολείο Λειβαδιών και εργαζόταν ως υπάλληλος στη Λευκωσία, σε ιδιωτική επιχείρηση. Ήταν μέλος της ΟΧΕΝ, απ΄ όπου εντάχθηκε στον Αγώνα το 1954. Με την έναρξη του Αγώνα υπηρέτησε ως σύνδεσμος του Διγενή με τον Εθνάρχη Μακάριο με το ψευδώνυμο Ίκαρος. Ήταν, μαζί με συναγωνιστή του, βοηθός υπεύθυνος για τη φύλαξη και τη διανομή του οπλισμού στην περιοχή Λευκωσίας. Μετέφερε και απέκρυβε καταζητούμενα πρόσωπα συνεργαζόμενος στενά με τα αδέλφια του, που διέθεταν κρησφύγετο στο σπίτι τους στα Λειβάδια Πιτσιλιάς, με τους τομεάρχες Λευκωσίας και κυρίως με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, τον οποίο πολλές φορές είχε διακινήσει.

Τον Οκτώβριο του 1956 καταζητήθηκε από τους Άγγλους και κατέφυγε στα βουνά ως αντάρτης. Ενώθηκε με την ομάδα του Στυλιανού Λένα, που ήταν υπεύθυνος του νότιου τμήματος του τομέα Αυξεντίου στην Πιτσιλιά. Ιδιαίτερη ευθύνη είχε για την κατασκευή χειροβομβίδων και ναρκών στα χωριά Κάτω και Πάνω Αμίαντος, όπου ο Λένας είχε μεταφέρει τα εργαστήριά του και ανέπτυξε πολύπλευρη δράση. Τόσο συχνές ήταν οι επιθέσεις της ομάδας τους, που ο Διγενής συμβούλευσε να τις αραιώσουν.
Μετά τη σύλληψη του Στυλιανού Λένα και το θάνατο του Δημητράκη Χριστοδούλου, στις 17 Φεβρουαρίου 1957, ο Παναγιώτης Γεωργιάδης κατέφυγε στη Λεμεσό με τον Ευαγόρα Παπαχριστοφόρου και το Μιχαήλ Ασσιώτη. Από τη Λεμεσό επανήλθε στο χωριό του στα μέσα Νοεμβρίου 1957 και επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση της περιοχής, που είχε υποστεί βαρύ πλήγμα λόγω μεγάλου αριθμού συλλήψεων.

Στις 20 Ιουνίου 1958, ενώ ο Παναγιώτης δίδασκε το χειρισμό νάρκης μεγάλης ισχύος στους συναγωνιστές του στο σπίτι του Ανδρέα Πατσαλίδη, στα Κούρδαλι, η νάρκη εξερράγη και τον διαμέλισε μαζί με τους Ανδρέα Πατσαλίδη, Αλέκο Κωνσταντίνου και Κώστα Αναξαγόρα.

Κωνσταντίνου Αλέκος

Γεννήθηκε στην Κακοπετριά, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 6 Οκτωβρίου 1936 και έζησε στην Αμμόχωστο.

Γονείς : Κώστας και Ελπινίκη Κωνσταντίνου

Ο Αλέκος Κωνσταντίνου φοίτησε σε δημοτικό σχολείο της Αμμοχώστου, στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και στο Εμπορικό Λύκειο Αμμοχώστου μέχρι την πέμπτη τάξη. Παρακολουθούσε ταυτόχρονα μαθήματα αγγλικής γλώσσας σε ινστιτούτο, πρώτευσε στις εξετάσεις και κατόρθωσε να προσληφθεί στον αγγλικό στρατό, εξασφαλίζοντας μια πολύ καλή θέση. Ήταν μοναχοπαίδι και έτρεφε υπερβολική αγάπη προς τη μητέρα του. Ο πατέρας του τους είχε εγκαταλείψει, όταν ο Αλέκος ήταν βρέφος.
Με την έναρξη του αγώνα εντάχθηκε σε ομάδα του εκτελεστικού της Αμμοχώστου. Στο σπίτι του γίνονταν οι συγκεντρώσεις της ομάδας και εκεί, με τη βοήθεια της μητέρας του, η ομάδα του έκρυβε και τον οπλισμό της. Λόγω της θέσης που είχε στο στρατό, ο Αλέκος έκανε παρέες με Άγγλους στρατιώτες, τους φίλευε στο σπίτι του και έτσι δεν κινούσε την υποψία ότι ήταν μέλος της ΕΟΚΑ. Στις 14 Απριλίου 1958, μαζί με συναγωνιστή του, είχαν το θάρρος να εμφανιστούν μπροστά στον σκληρό Άγγλο ανακριτή Ντίαρ και να τον πυροβολήσουν θανάσιμα, κοντά στον κινηματογράφο Ηραίο.

Ο Ντίαρ βασάνιζε ανελέητα τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ και προκαλούσε, ύστερα από επανειλημμένες απόπειρες εναντίον του, πως κανένας δεν μπορούσε να σταθεί μπροστά του και να τον πυροβολήσει. Του είχαν στήσει καρτέρι δίπλα από το Ηραίο. Οι συνοδοί του Ντίαρ, δυο στρατιώτες της στρατιωτικής αστυνομίας, καταδίωξαν τους δυο αγωνιστές, οι οποίοι κατόρθωσαν να διαφύγουν μπαίνοντας στο Ηραίο. Στη συνέχεια κατέφυγαν στο αντάρτικο, επειδή ο Ντίαρ πρόλαβε να δώσει περιγραφή τους προτού πεθάνει.

Στις 20 Ιουνίου 1958 ο Αλέκος Κωνσταντίνου συνόδευσε τον Παναγιώτη Γεωργιάδη στα Κούρδαλι, όπου μαζί με τους Κώστα Αναξαγόρα, Ανδρέα Πατσαλίδη και Παναγιώτη Γεωργιάδη σκοτώθηκε από έκρηξη νάρκης, την οποία προόριζαν για ενέδρα εναντίον των Άγγλων

Πατσαλίδης Ανδρέας

Γεννήθηκε στο χωριό Καννάβια, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 14 Αυγούστου 1930.

Σύζυγος : Ειρήνη Πατσαλίδου
Παιδιά : Μαρία και Ανδρέας
Γονείς : Αλέξανδρος Πατσαλίδης και Μαρία Αλεξάνδρου
Αδέλφια : Χαράλαμπος, Λάμπρος και Στέλλα

Ο Ανδρέας Πατσαλίδης τελείωσε το δημοτικό σχολείο Κανναβιών και εργαζόταν αρχικά στον Αμίαντο, όπου έδρασε ως ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της τοπικής Νέας Συντεχνίας, και αργότερα στο δασικό σταθμό Πλατανιών.

Υπήρξε από τους πρώτους μαχητές της ΕΟΚΑ και έλαβε μέρος στην επιχείρηση “Προς τη Νίκη” στις 23 Νοεμβρίου 1955 με την ομάδα του ήρωα Χρίστου Τσιάρτα, στην ενέδρα στο δρόμο Κακοπετριάς – Σπηλιών. Συνεργαζόταν με τους τοπικούς υπεύθυνους της Οργάνωσης των γύρω χωριών και με τις ανταρτικές ομάδες της περιοχής του. Πήρε μέρος, μαζί με τον ήρωα Κώστα Αναξαγόρα και άλλους συναγωνιστές του, στην αφαίρεση ασυρμάτων από το δασικό σταθμό Πλατανιών και στην επίθεση εναντίον του σταθμού αυτού.

Μαζί με τη σύζυγό του απέκρυπτε οπλισμό και πολεμοφόδια και φιλοξενούσε αντάρτες. Το σπίτι του χρησιμοποιόταν ως κέντρο διανομής πολεμοφοδίων, τα οποία διοχέτευε στους τομείς Πιτσιλιάς, Τροόδους και Μαραθάσας. Για περισσότερη ασφάλεια των ανταρτών που φιλοξενούσε, δοκίμασε να σκάψει στο σπίτι του κρησφύγετο, αλλά δεν μπόρεσε, επειδή η γη ήταν πολύ σκληρή. Η ομάδα των ανταρτών που πήγε εκεί, στις 20 Ιουνίου, είχε ως μια από τις αποστολές της τη διερεύνηση τρόπου κατασκευής κρησφυγέτου. Άλλη αποστολή της ήταν η ανατίναξη γέφυρας με νάρκη.

Ενώ ετοιμάζονταν για την αποστολή αυτή, η νάρκη εξερράγη στα χέρια τους την ώρα που προσπαθούσαν να μάθουν τη χρήση της στο σπίτι του Ανδρέα Πατσαλίδη στο Κούρδαλι και τους σκότωσε όλους, καταστρέφοντας και το σπίτι. Ως εκ θαύματος γλίτωσε η σύζυγος του Ανδρέα Πατσαλίδη, Ειρήνη, που ήταν στον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της, και η κόρη τους Μαρία, που ήταν μόλις δεκαέξι μηνών.

“Κρατούσα το παιδί στην αγκαλιά μου”, αφηγείται η ίδια, “και περίμενα να σταματήσουν να πέφτουν τα κεραμίδια μπροστά μου, για να απομακρυνθώ. Πρώτος, πριν από τον αγγλικό στρατό, κατέφθασε ο αδελφός μου Κυριάκος και αργότερα ο λοχίας Αμιάντου Δήμος Βοσκαρίδης, συνεργάτης του συζύγου μου, ο οποίος μάζεψε και εξαφάνισε τα όπλα τους με τη βοήθεια της αδελφής μου Μαρικούς και έτσι γλιτώσαμε τουλάχιστον τον οπλισμό”.

Categories
Χωρίς κατηγορία

Σαν σήμερα 15/06/1956, πέφτει ηρωικά μαχόμενος ο αγωνιστής της Ένωσης, Ηλιάδης Πέτρος.

Γεννήθηκε στον Αγρό, της επαρχίας Λεμεσού, το 1932.

Γονείς : Ηλίας Λουκά και Παναγιώτα Ηλία
Αδέλφια : Ανδρέας, Φοινικού, Κλεοπάτρα, Ελλάδα, Ελευθερία

Ο Πέτρος Ηλιάδης φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και ήταν απόφοιτος της Απεητείου Ανωτέρας Σχολής Αγρού. Εργαζόταν στη Λευκωσία ως παντοπώλης. Ήταν μέλος της ΟΧΕΝ και διακρινόταν για τα θρησκευτικά και πατριωτικά του αισθήματα. Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ με την έναρξη του Αγώνα και ανήκε στην ίδια ομάδα με τους ήρωες Ιάκωβο Πατάτσο και Παναγιώτη Γεωργιάδη.

Αρχικά προσέφερε τις υπηρεσίες του στη διαφώτιση, στην απόκρυψη και μετακίνηση οπλισμού και αλληλογραφίας και στη στρατολόγηση νέων για τον αγώνα. Στη συνέχεια επιδίωξε περισσότερη δράση και εντάχθηκε στις ομάδες κρούσεως Λευκωσίας, όπου η Οργάνωση είχε μεγαλύτερη ανάγκη.
Στις 14 Ιουνίου 1956 κατόρθωσε να πλησιάσει από μια στενή πάροδο το ταχυδρομείο της τότε πλατείας Μεταξά, της σημερινής πλατείας Ελευθερίας, για βομβιστική επίθεση εναντίον Άγγλων. Στη στέγη του κτιρίου υπήρχε φυλάκιο με Άγγλους στρατιώτες από τους οποίους έγινε αντιληπτός. Τον πυροβόλησαν με αυτόματο όπλο την ώρα που ετοιμαζόταν να ρίψει τη βόμβα του. Σοβαρά τραυματισμένος ο Πέτρος Ηλιάδης έπεσε στην οδό Θράκης και μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Υποβλήθηκε σε πολύωρη εγχείρηση από Έλληνες γιατρούς, οι οποίοι, όμως, δεν μπόρεσαν να τον σώσουν. Είχε βληθεί από δυο σφαίρες που του διέτρησαν το δεξιό πνεύμονα, το στομάχι και τα έντερα. Πέθανε το πρωί της 14ης Ιουνίου 1956.

Στην κηδεία του, που έγινε στον Αγρό, ο πατέρας του, ο οποίος τον καμάρωνε για το ήθος και τον πατριωτισμό του, τον αποχαιρέτησε με ένα δάφνινο στεφάνι λέγοντας : “Έχει η δάφνη μυρωδιά, Πέτρο μου, μα έχει και πικράδα”.

Categories
Οκτώβριος Χωρίς κατηγορία

Σαν σήμερα 30/10/1958, πέφτει ηρωικά μαχόμενος ο αγωνιστής της Ένωσης, Γεωργίου Ανδρέας.

Γεννήθηκε στο χωριό Αναρίτα, της επαρχίας Πάφου, το 1937.

Γονείς : Γεώργιος και Κατερίνα Κτωρή
Αδέλφια : Ιφιγένεια, Δήμητρα, Αμαλία, Δέσποινα

Ο Ανδρέας Γεωργίου φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Αναρίτας και εργαζόταν ως ζαχαροπλάστης στη Λευκωσία, όπου και άρχισε τη δράση του στην ΕΟΚΑ.

Η πρώτη επίθεσή του εναντίον Άγγλων στρατιωτών έγινε με σφενδόνη εναντίον αγγλικής περιπόλου στη γενέτειρά του, οπότε πλήγωσε Άγγλο στρατιώτη. Μια Τουρκάλα γειτόνισσά του, φίλη της μητέρας του, η Χαϊρέ Ουσεϊνή, του πρόσφερε άλλοθι και απέφυγε τη σύλληψη.

Αργότερα απέσπασε από Τούρκο επικουρικό το υπηρεσιακό του περίστροφο, στο χωριό Φοίνικας. Αυτό είχε μεγάλη σημασία λόγω της έλλειψης οπλισμού που είχε τότε η Οργάνωση.

Στις 30 Οκτωβρίου 1956, είχε στήσει ενέδρα στο δώμα ενός σπιτιού δίπλα από το δρόμο, περιμένοντας την περίπολο Άγγλων στρατιωτών, που περνούσε από το χωριό του. Κρατούσε βόμβα επιτόπιας κατασκευής στο χέρι, έτοιμος να τη ρίψει. Ήταν πέντε η ώρα, όταν εμφανίστηκε η περίπολος και ο Ανδρέας πυροδότησε τη βόμβα του. Τη στιγμή όμως που ανασηκώθηκε να τη ρίψει, Άγγλος στρατιώτης από το αυτοκίνητο της περιπόλου πέταξε καραμέλες στα παιδιά του δημοτικού σχολείου, που είχαν σχολάσει από το απογευματινό τους μάθημα και αυτά έτρεξαν κοντά στο αυτοκίνητο να τις πάρουν. Ο Ανδρέας προσπάθησε να ρίψει την αναμμένη βόμβα σε διπλανό ερειπωμένο, ακατοίκητο σπίτι. Η βόμβα όμως εξερράγη στο χέρι του και τον σκότωσε.

Αξιοθαύμαστη είναι η αντιμετώπιση του θανάτου του από την ίδια τη μητέρα του που είπε χαρακτηριστικά : “Ευγνωμονώ το Θεό, τόσο εγώ όσο και όλοι οι συγχωριανοί μου, που το παιδί μου προτίμησε να σκοτωθεί παρά να σκοτώσει τα μωρά του κόσμου. Μη κακόν, αν έριχνε τη βόμβα του θα σκοτώνονταν πολλά παιδιά, μαζί και η μικρή του αδελφούλα, που τόσο την αγαπούσε ο Ανδρέας μου”.

Categories
Χωρίς κατηγορία

Σαν σήμερα 28/10/1958, πέφτει ηρωικά μαχόμενος ο αγωνιστής της Ένωσης, Κάρυος Γεώργιος.

Γεννήθηκε στο χωριό Αυγόρου, της επαρχίας Αμμοχώστου, το 1930.

Γονείς : Κυριάκος και Φλουρέντζα Κάρυου
Αδέλφια : Ανδρέας Κάρυος, που έπεσε στη μάχη του Αχυρώνα Λιοπετρίου, Αντώνης, Χρυσή, Ζηνοβία, Πέτρος, Ορθόδοξος, Αναστασία.

Ο Γεώργιος Κάρυος φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Αυγόρου και ήταν ανάπηρος στο ένα του πόδι, λόγω βλάβης στην επιγονατίδα. Εργαζόταν ως μηχανοδηγός σε αγροτικές εργασίες. Από τους συγχωριανούς του χαρακτηριζόταν, για τη δραστηριότητά του, ως ένα ηφαίστειο σε διαρκή ενέργεια. Ενεργοποιήθηκε στον αγώνα από το 1952, ενώ βρισκόταν στην Αθήνα. Μιλούσε παντού για τον αγώνα και την Ένωση. Έγραφε ποιήματα, εμψύχωνε και οργάνωσε τη νεολαία για τον αγώνα. Με την έναρξη της ένοπλης δράσης από την ΕΟΚΑ λάμβανε μέρος στις επιθέσεις και τις ενέδρες των ομάδων της περιοχής του ως φρουρός και σηματοδότης. Μετέφερε επίσης μαχητές στους τόπους επιθέσεως και είχε την ευθύνη για την απόκρυψη του οπλισμού τους.

Την 1η Απριλίου 1955 συνελήφθη και κρατήθηκε για δεκαπέντε μέρες. Συνελήφθη ξανά στις 4 Απριλίου 1957 και αφού υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια, κρατήθηκε στα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς και Πύλας. Μετά τον ηρωικό θάνατο του αδελφού του Ανδρέα, στον Αχυρώνα του Λιοπετρίου, δραπέτευσε από τα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς, χωρίς να ζητήσει την έγκριση του Διγενή. Γλίστρησε έρποντας μέσα από ένα σωλήνα των 20 ιντσών, μήκους 150 περίπου μέτρων, που κατέληγε στην είσοδο των κρατητηρίων και έφυγε ως εργάτης.

Συνενώθηκε με την ανταρτική ομάδα του τομέα Μόρφου, στην οποία έγινε δεκτός από τον τομεάρχη, επειδή γνώριζε την οικογένειά του. Σε δεκαπέντε μέρες η ομάδα περικυκλώθηκε από αγγλικά στρατεύματα στον Αστρομερίτη, όπου είχε επιβληθεί κατ’ οίκον περιορισμός. Η ομάδα έκαμε έξοδο θανάτου. Ο Κάρυος κρύφτηκε και όταν οι Άγγλοι στρατιώτες τον εντόπισαν, τους επιτέθηκε με το μοναδικό περίστροφο που κρατούσε. Στη σύγκρουση που ακολούθησε τον πλήγωσαν και τον συνέλαβαν στις 19 Οκτωβρίου 1958. Πέθανε μετά από εννέα μέρες στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Η μητέρα του τον αποχαιρέτησε κατά την ταφή του με αυτοσχέδιο δίστιχο ποίημά της :

“Κάθε σαράντα τζι ένα γιον, διώ εις την πατρίδα
τζι ελπίζω ότι σύντομα θα’ ρθει Ελευθερία”.

Categories
Χωρίς κατηγορία

Σαν σήμερα 26/10/1958, πεθαίνει στο χωριό Κάμπος, της επαρχίας Λευκωσίας, από σοβαρά εγκαύματα που έπαθε σε επίθεση της ανταρτικής ομάδας του εναντίον του αστυνομικού σταθμού Κάμπου, ο αγωνιστής της Ένωσης, Λοΐζου Κώστας.

Γεννήθηκε στο χωριό Μαραθόβουνος, της επαρχίας Αμμοχώστου, στις 7 Σεπτεμβρίου 1935.

Γονείς : Λοΐζος Καραγιώργη και Ιωάννα Σακκά.
Αδελφός : Γεώργιος.

Ο Κώστας Λοΐζου φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του Μαραθόβουνου και εργαζόταν ως σιδηρουργός στη Λευκωσία. Με την έναρξη του αγώνα εντάχθηκε από τους πρώτους στην ΕΟΚΑ. Στο σιδηρουργείο του κατασκεύαζε βόμβες, τόσο για επιθέσεις της ομάδας του όσο και για τις ανάγκες άλλων ομάδων. Αργότερα κατατάχθηκε σε ομάδα εκτελεστικού στη Λευκωσία και συνεργαζόταν κυρίως με τους ήρωες Στέλιο Μαυρομμάτη και Σταύρο Στυλιανίδη. Η περιοχή στην οποία δρούσαν, στο κέντρο της Λευκωσίας, ονομάστηκε αργότερα από τους Άγγλους “μίλι του θανάτου”, λόγω των πολλών εκτελέσεων στρατιωτών που είχαν γίνει εκεί.

Στα τέλη Απριλίου – αρχές Μαΐου του 1956, μετά από ανεπιτυχή απόπειρα εκτέλεσης ενός προδότη, ο Κώστας Λοΐζου υποχρεώθηκε να καταφύγει στα βουνά του Κύκκου, στο λημέρι του Μάρκου Δράκου, στην περιοχή “Τρουλινός” του χωριού Καλοπαναγιώτης. Έκτοτε τον καταζητούσαν οι Άγγλοι, που τον είχαν επικηρύξει για 5000 λίρες. Μετά το θάνατο του Μάρκου Δράκου, και συγκεκριμένα από το Μάρτιο του 1958, ο Κώστας Λοΐζου ορίστηκε από το Διγενή αρχηγός ανταρτικής ομάδας και κατέφυγε στην περιοχή “Αβρουλιές” του χωριού Κάμπος, όπου κατασκεύασε ορεινό κρησφύγετο.

Έδρασε ως αντάρτης για είκοσι εννέα μήνες και υπέφερε πολλά δεινά, κακουχίες και καταδιώξεις. Επέφερε όμως και πολλά πλήγματα κατά του εχθρού, σε ενέδρες και μάχες. Την πρώτη Οκτωβρίου 1958, σε επίθεση της ομάδας του στον αστυνομικό σταθμό Κάμπου, προκλήθηκε πυρκαγιά από την οποία υπέστη σοβαρότατα εγκαύματα. Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες της αγωνίστριας νοσοκόμας του Παναγιώτας Πιτσιλλίδου, ο Κώστας Λοΐζου πέθανε ύστερα από είκοσι πέντε οδυνηρές μέρες. Ο θάνατός του κρατήθηκε μυστικός μέχρι το τέλος του αγώνα, οπότε έγινε ανακομιδή του λειψάνου του και τάφηκε με τιμές στο χωριό του, δίπλα στο μακρινό του ξάδελφο Μάκη Γεωργάλλα.