Categories
Επιστολες Μελλοθανατων

Η τελευταία επιστολή του Ιάκωβου Πατάτσου

Aγαπημένη μου μητέρα, Χαῖρε.

Εὑρίσκομαι μεταξύ τῶν ἀγγέλων. Τώρα ἀπολαμβάνω τούς κόπους μου. Τό πνεῦμα μου φτερουγίζει γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Κυρίου. Θέλω νά χαίρῃς ὅπως κι ἐγώ. Ἄν κλαίῃς θά λυποῦμαι. Τ’ ὄνομά σου θά γραφῇ στήν ἱστορία, γιατί ἐδέχθης νά θυσιασθῇ τό παιδί σου γιά τήν πατρίδα. Εἶναι καιρός τώρα νά καμαρώσῃς τό παιδί σου. Εὑρίσκεται ἐκεῖ ψηλά ὅπου ψάλλουν οἱ ἀγγέλοι.

Χαῖρε ἀγαπημένη μου μητέρα. Μή κλαίῃς γιά ν’ ἀκούσῃς τήν ἀγγελική φωνή μου πού ψάλλει Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε καί σύ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τόν Θεόν σ’ ὅλην σου τή ζωή.

Ἀγαπητή μου μητέρα, σοῦ ζητῶ μίαν χάριν. Εἶναι ἡ τελευταία μου ἐπιθυμία. Ἐάν ἐκπληρώσῃς τήν ἐπιθυμία μου αὐτήν, ἡ ψυχή μου θά χαίρη. Θέλω νά χαρίσῃς ὅλα τά βιβλία μου στό πρόσωπο ἐκεῖνο πού σοῦ εἶπα. Πές τῆς Μαρούλας καί θά σέ βοηθήσῃ. Τό ξεύρω, ὅτι μέ ἀγαπᾷς καί εἶμαι βέβαιος ὅτι θά χαρίσῃς τά βιβλία μου χωρίς νά πάρῃς χρήματα. Γιά χρήματα μή σκέπτεσαι, διότι ὁ Θεός θά σοῦ στείλῃ εὐσπλαγχνικά πρόσωπα νά σέ βοηθήσουν.

Φίλησε τή Μαρούλα ἐκ μέρους μου καί ὅλην τήν οἰκογένειάν της.

Σέ φιλῶ ἀγαπημένη μου μητέρα καί θά παρακαλῶ τόν Θεόν γιά σένα· προσεύχου καί σύ γιά μένα.

Χαῖρε ἀγαπημένη μου μητέρα, χαῖρε. Ψάλλε καί σύ μαζί μου.

Σέ φιλῶ.

Τό ἀγαπητό σου παιδί Ἰάκωβος.

Categories
Επιστολες Μελλοθανατων

Η τελευταία επιστολή του Μιχαήλ Καραολή

«Κεντρικαί Φυλακαί
Λευκωσίας,
8 Μαΐου 1956

Αγαπητέ μου Ανδρέα,

Χαίρε. Επήρα τα συγκινητικά γράμματά σου της 1ης και 3ης Μαΐου και εχάρηκα πολύ που είδα να μου γράφεις ότι άρχισες να βλέπεις την ζωήν και τον εαυτόν σου από μια άλλη σκοπιά και ότι ανεκάλυψες μίαν γλυκειάν και θεϊκήν δύναμιν να σε τραβά και να σε δένη προς τα θαυμάσια μεγαλεία του θεού και να σε σπρώχνη προς τον δρόμον Του. Είθε ο Πανάγαθος να δώση να μην παρεκκλίνης από τον δρόμον τούτον, ο οποίος, αν και στενός και δύσβατος, είναι εν τούτοις ο μόνος που οδηγεί εις την αιωνίαν μακαριότητα.

Είμαι αγαπητέ μου αδελφέ πολύ στενοχωρημένος που θα σε λυπήσω με τα νέα μου, αλλά αφού ο Θεός μού επεφύλαξε το πικρόν τούτο ποτήριον, «ου μη πίω αυτό». Γενηθήτω το θέλημα του Παντοδύναμου. Το Εκτελεστικόν Συμβούλιον απεφάσισεν ότι θα εκτελεσθώ. Με πληροφόρησε ψες ο κ. Irons διά την απόφασιν αυτήν του Εκτελεστικού Συμβουλίου και η απόφασις αυτή επηρεάζει και τον Δημητρίου, είναι δε πολύ βραχεία η διορία που μας άφησε. Εάν δε ο Παντοκράτωρ Κύριος δεν ματαιώσει τα σχέδιά τους, τότε την ερχόμενην Πέμπτην την αυγήν θα ανέλθωμεν εις το φονικόν ικρίωμα διά να υποστούμεν το μαρτύριον που από τόσους μήνες δολίως εμελέτησαν άνδρες άδικοι και πονηρότατοι παρά πάσαν την γην. Ο Θεός όμως «ο ετάζων νεφρούς, και καρδίας» ας αποδώση «εκάστω κατά την καρδίαν αυτού».

Εν όψει της τροπής αυτής των πραγμάτων εζήτησα να σου επιτραπή να έλθης εις τας φυλάκας να με επισκεφθής και μου το αρνήθησαν. Επίσης αρνήθησαν να επιτρέψουν εις θείους, θείας και πρώτα εξάδελφα να με επισκεφθούν. Εάν θελήση ο Κύριος να εκτελεσθώ και δεν μου επιτρέψουν να σε ιδώ και να σ’ αποχειρετήσω και σένα και τους άλλους στενούς συγγενείς, αυτό θα είναι η συμπλήρωσις της μεγάλης αδικίας που κάμνουν σε μένα και στην οικογένειά μου η οποία θα τους είναι εις αιωνίαν καταφρόνησιν, αιώνιον αίσχος και αιώνιον στίγμα εις την ούτω καλούμενην δικαιοσύνην των.

Σήμερα το πρωί ήλθαν να με επισκεφθούν η μητέρα μου, η Μαρούλα και η Νίκη. Ήταν όλως δι’ όλου ανίδεες διά την την απόφασιν αυτήν, αλλά επειδή τα ενταθέντα μέτρα ασφαλείας τούς έφεραν πολλήν πικρίαν άρχισαν να μου φωνάζουν συγκινητικά «να μην φοβούμαι» κ.λ.π. Εγώ δε, νομίσας ότι είχαν προηγουμένως ειδοποιηθή υπό της Αστυνομίας διά την απόφασιν αυτήν (διότι υπεσχέθη προηγουμένως ο κ. Irons να τους ειδοποιήση) όταν ήλθαν κοντά μου τους εμίλησα καθαρά. Δεν περιγράφεται δε η σκηνή της φρίκης, του πόνου, του σπαραγμού και της απογνώσεως που επηκολούθησε. Τα φτωχά και αδύναμα πλάσματα με γοερές κραυγές εθρήνουν και ελυπώντο και καθώς ήσαν άσπρες σαν το πανί και ελιποθυμούσαν κάθε λίγο, μου επαρουσίαζαν ένα σπαραξικάρδιο θέαμα που δεν μπόρεσα να κρατήσω την συγκίνησιν και τα δάκρυά μου.

Θλίβομαι, αγαπητέ μου αδελφούλη, θλίβομαι αφάνταστα όχι διά τον δικόν μου το χαμό, αλλά διά τον αβάστακτο πόνο που θα φορτώση η εκτέλεσίς μου εις τους ασθενείς και γεροντικούς ώμους των γονέων μου και τους ώμους των αδελφιών και των άλλων μου προσφιλών συγγενών. Θλίβομαι διότι ενώ ήλπιζον να γίνω το στήριγμα και ο προστάτης εις τες αγαπημένες μου αδελφές και να ξεκουράσω μια μέρα τους πολυμόχθους μου προσφιλέστατους γονείς, έρχεται το άδικον χέρι της ούτω καλούμενης δικαιοσύνης να με αποχωρίση από τα πρόσωπα που εστήριξαν σε μένα τόσες ελπίδες, ακριβώς εις στιγμήν κατά την οποίαν θα εκαρποφορούσαν οι ελπίδες των. Θλίβομαι ακόμα, καλέ μου Ανδρέα, διότι οι ευγενείς σου θυσίες για μένα δεν εκαρποφόρησαν, εστερήθησαν δηλάδή της ευκαιρίας να καρποφορήσουν. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους λυπούμαι πράγματι τόσον πολύ, και όχι δια τον εαυτόν μου. Από τον εαυτό μου τι να λυπηθώ; «Ον θεοί φιλούσι νέος αποθνήσκει» έλεγαν οι αρχαίοι. Ελπίζω να με καταλαμβάνης και να μη λυπάσαι για μένα αλλά να δίνης θάρρος και παρηγοριά εις τους ολιγόψυχους εκείνους συγγενείς και ειδικά εις την φτωχή μας τη μάνα και τον πατέρα που ο πόνος και ο σπαραγμός ενδέχεται να έχη μεγάλας συνεπείας εις την υγείαν των. Παρηγόρησέ τους χρυσέ μου Ανδρέα, δίνε τους θάρρος και προσπάθησε να τους κάμης να εννοήσουν με ποίον γαλήνιον τρόπον και ποίαν στωικήν ανεκτικότητα αντιμετώπισα ώς τώρα όλα τα κακά και θα τα αντιμετωπίσω και εις το μέλλον. Δεν πρέπει να κλαίουν εκείνοι για μένα κι’ εγώ γι’ αυτούς. Εάν με νοιώθουν και καταλαμβάνουν την ψυχικήν μου ηρεμίαν τότε θα πρέπει να παύσουν να θρηνούν και να σπαράζουν. Και αν παύσουν, αν κατανικήσουν τον πόνον των και τα δεχθούν όλα με το μέτωπο περήφανα σηκωμένο ψηλά, αυτό θα είναι για μένα μια απέραντος υστάτη ευχαρίστησις. Όσο για σένα, δεν πιστεύω να χρειάζεσαι να σου πω τα ίδια πράγματα ούτε και να σου συστήσω να προσέχης και να αυτοσυγκρατήσαι (ξέρεις μόνος σου ότι ευρίσκεσαι σε στρατόπεδο) και δεν θέλω άλλα κακά να βρουν κανένα από σας.

Και τώρα χρυσέ μου αδελφέ, δεν έχω παρά να σε σφίξω στην «νοερή μου αγκαλιά» για να σου δώσω τα γλυκά φιλιά του αποχαιρετισμού τα οποία μου αποστερεί η άκαρδος χειρ της εξουσίας και να σου μεταδώσω από μακρυά τους παλμούς της αγάπης, της λατρείας και της ευγνωμοσύνης που η καρδιά μου σου στέλλει μαζί με τας πιο θερμάς ευχάς της διά την καλυτέραν τύχην, την μεγαλυτέραν ευτυχίαν και την πληρεστέραν εκπλήρωσιν και απόλαυσιν κάθε σου πόθου και ιδανικού.

Χαίρε γλυκέ μου Ανδρέα και ο Θεός ας είναι πάντοτε μαζί σου.

Σε φιλώ και πάλι,
Μιχαλάκης»

Categories
Επιστολες Μελλοθανατων

Γράμμα στην αδελφή του Ανδρέα Δημητρίου

«Αγαπητή μου αδελφή χαίρε εν Λεμεσώ

Εγώ εάν σου γράφω ότι είμαι καλά να ξέρεις ότι δεν είμαι διότι και εψές ακόμη επέρασα την νύχτα άγρυπνος, που νομίζω θα είναι η εικοστή.

Οπωσδήποτε εάν πάρης το γράμμα μου δεν έχεις να κάμης τίποτε άλλο παρά να ειδοποιήσεις τους δικηγόρους μου να έρθουν αμέσως δια να ξεκαθαρίσουν αυτήν την κατάστασιν.
Είναι περιττόν να σου γράψω να μην ανησυχείς δια την υπόθεσίν μου, διότι εάν ήξερες την κατάστασιν και την ζωήν που περνώ εδώ μέσα θα εύρισκες και εσύ όπως και εγώ ότι η εκτέλεσίς μου θα ήταν μια απολύτρωσις.

Δεν θέλω να σε λυπήσω με αυτά που σου γράφω αλλά αυτή είναι η αλήθεια, αγαπητή μου αδελφή και δεν πρέπει να λυπάσαι, διότι δια να καταλάβη κανένας την αξίαν της ζωής πρέπει να υποφέρει και μερικά αναπόφευκτα. Δεν θέλω να σε λυπήσω αλλά και δι’ αυτό κλείω την επιστολήν μου.
Δώσε χαιρετισμούς σε όλους

με αγάπη ο αδελφός σου

Α. Δημητρίου».

Categories
Επιστολες Μελλοθανατων

Η τελευταία επιστολή του Ευαγόρα Παλληκαρίδη

Ώρα 7.30 μ.μ. Η πιο όμορφη μέρα της ζωή μου.

Η πιο όμορφη ώρα.
Μη ρωτάτε γιατί.

1
Αγγελούδι δεν είναι
μ’ αγγελούδι όμως μοιάζει
μια μικρή μπεμπεκούλα
δέστε πώς με κοιτάζει!

2
Στην αθώα ματιά της
κάποια αχτίδα πλανιέται
κι’ έν’ αστέρι πανούργο
λες μαζί της γεννιέται.

3
Ναι το ξέρω – καθένας μας
έτσι αθώος γεννήθηκε?
μα… καθένας πλανήθηκε
στα πυκνά τα σκοτάδια
κι’ όταν -φευ- το θυμήθηκε
η καρδιά του ήταν άδεια?
κι’ ίσως νάταν αργά.

Ναι, όλοι γεννηθήκαμε τόσο αθώοι, όπως η βαφτιστική μου. Κι’ όλοι αλλάξαμε. Λυπάμαι πολύ που δεν πρόλαβα να τη βαφτίσω, μα δεν πειράζει. Μπορείς να το κάμης και συ, και σαν μεγαλώση φρόντισε συ γι’ αυτήν και ρώτησέ την… γιατί έκλαψε όταν την φίλησα;

Τόνομα που θα της δώσης θέλω νάναι πεντασύλλαβο… και να θυμίζη εκείνην, για την οποία ήρθα ώς εδώ. Να θυμίζη εκείνην για την οποία έγραψε ο ποιητής Σολωμός το πιο όμορφο τραγούδι του. Εκείνην, την οποίαν κάθε άνθρωπος επιθυμεί πιο πολύ απ’ όλα.

Κατάλαβες αδελφή μου;

Κατά τα άλλα μη λυπάστε. Ίσως να είναι μια δίκαιη τιμωρία. Ίσως ο Θεός να θέλη να μας δοκιμάση.

Πάντα υπάρχει ελπίδα.

Λυπούμαι που θ’ αφήσω πίσω κάποια πρόσωπα αγαπημένα. Λυπούμαι που θα τα λυπήσω. Μα δεν πειράζει.

Γεια σου, μεγάλη μου αδελφή. Δεν θα γελάσουμε ξανά, λέγοντας πελλάρες. Δεν θα μιλήσουμε ούτε και τα σοβαρά μας.

Το κάθε τι γεννιέται και πεθαίνει.

Τι σήμερα, τι αύριο;
Γεια σας

Σας φιλώ όλους… γραπτώς και εξ αποστάσεως.

Categories
Επιστολες Μελλοθανατων

Η τελευταία επιστολή του Ανδρέα Ζάκου

«Αγαπητέ αδελφέ,

Όταν θα πάρεις το γράμμα μου αυτό θα έχω φύγει για πάντα. (Υπάρχει κανείς που θα μείνει;).

Η ώρα του θανάτου πλησιάζει μα στην ψυχή μας φωλιάζει η ηρεμία.Τη στιγμή αυτή ακούμε την Ηρωική Συμφωνία του Μπετόβεν. Στη θέση που βρισκόμαστε τώρα ούτε με το μικροσκόπιο δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε, πού υπάρχει τραγωδία στο θάνατο.Τότε μόνο θα αισθανόμουνα λύπη, αν ήξερα ότι θα μπορούσα να μείνω για πάντα νέος κι αθάνατος, αν απέφευγα την εκτέλεση. Νομίζω ότι μόνο με την εκτέλεση θα μπορέσω να μείνω πάντα νέος κι αθάνατος.Πρώτα ή ύστερα έπρεπε να διαθέσω τη ζωή μου. Δε βλέπω πιο κατάλληλη στιγμή από την τωρινή, για να το κάνω. Δίνε θάρρος στην οικογένεια. Προσπάθησε να παρηγορήσεις τη μητέρα μας. Ο πρώτος της γιος από τώρα και στο εξής θα είσαι εσύ και όχι εγώ.

Σε φιλώ,
Ο αδελφός σου Ανδρέας».

Categories
Επιστολες Μελλοθανατων

Η τελευταία επιστολή του Στέλιου Μαυρομάτη

«Σεβαστοί μου γονείς, πολυαγαπημένες μου αδελφές και αδελφέ μου, Σας απευθύνω το τελευταίο μου γράμμα με την ελπίδα πως θα κατορθώσω να ρίξω λίγο βάλσαμο στην πονεμένη σας ψυχή.

Τώρα που σας γράφω, ευρίσκομαι μέσα στο σκοτεινό κελί της φυλακής μου, περιμένοντας με θάρρος και υπομονή τον δήμιο ναρθή να με οδηγήσει στον τόπο της εκτελέσεως. Αισθάνομαι τον εαυτό μου ισχυρόν και γαλήνιον, γιατί έχω τον Χριστό μέσα μου και είμαι βέβαιος πως θα με βοηθήσει μέχρι τέλους. Η τελευταία μου επιθυμία που ζητώ από σας είναι: Να σταθήτε ψύχραιμοι μέχρι τέλους και να προσεύχεστε για μένα. Δεν θέλω ούτε μοιρολόγια ούτε θρήνους, παρά μόνο να ευχαριστείτε και να δοξάζετε το Θεό που με αγάπησε και θέλησε να με πάρει κοντά του. Θέλω να ξέρετε πως ο υιός και αδελφός σας πέθανε με το χαμόγελο στα χείλη, γιατί κράτησε μέχρι τέλους τον ιερόν όρκον που έδωσε να θυσιαστή χάριν της ελευθερίας της Κύπρου. Να είστε δε βέβαιοι πως γρήγορα θα ανατείλει το άστρον της Ελευθερίας και της δικαιοσύνης στο Νησί μας, τον ψυχρό δε και σκοτεινό χειμώνα των θλίψεων και δοκιμασιών θα επακολουθήσει η γλυκεία άνοιξης της γαλήνης και ευτυχίας.

Θέλω να είστε υπερήφανοι γιατί ο υιός και αδελφός σας θυσιάστηκε για την κοινήν ελευθερία. Θυσιάστηκε γιατί θέλησε να χαρεί κι αυτός μαζί με όλους τους Έλληνες της Κύπρου το μεγαλύτερο δώρο που χάρισε ο Θεός στην ανθρωπότητα. Με αυτά, σεβαστοί μου γονείς και πολυαγαπημένες μου αδελφές και αδελφέ μου, κλείω το γράμμα μου και σας στέλνω τον τελευταίο θερμό μου ασπασμόν.

Σας γλυκοφιλώ

Ο υιός και αδελφός σας

ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΥΡΟΜΑΤΗΣ».

Categories
Επιστολες Μελλοθανατων

Η τελευταία επιστολή του Ανδρέα Παναγίδη

«Αξιολάτρευτά μου παιδιά, πολυαγαπημένη μου γυναίκα, χαίρετε,

Αυτήν την στιγμήν που σας γράφω είναι Τρίτη 10 η ώρα, βράδυ. Ακριβώς πριν 5 λεπτά μας ειδοποίησαν ότι χαράματα της Παρασκευής 21.9.56 θα εκτελεστούμε. Ίσως όταν διαβάζετε αυτό το γράμμα μου εγώ δεν θα υπάρχω αναμεταξύ στους ζωντανούς.

Λατρευτά μου παιδιά, σας αφήνω για πάντα στην τόσο νεαρή μου ηλικία. Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Κάποτε η μάνα σας και ο θείος σας θα σας αναπτύξουν γιατί εκτελέστηκα. Σας εύχομαι αγαπημένα μου παιδιά να γενήτε καλοί χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι. Ακολουθήστε πάντα τον δρόμο της αρετής. Να είσθε πάντα βέβαιοι οτι σας αγάπησα τόσο θερμά με μια απέραντη πατρική αγάπη. Αλλά δυστυχώς σας αφήνω χωρίς να σας δω να μεγαλώνετε όπως το ονειρευόμουν. Σας αφήνω ένα μεγάλο και τιμημένο όνομα. Παιδιά μου, ζήσετε ευτυχισμένα μαζί με την μητέρα σας και με όλους τους θείους σας και τους σεβαστούς σας παππούδες. Ελπίζω στον Πανάγαθο Θεό να σας αγαπούν με στοργή και θέρμη.

Κι εσύ πολυαγαπημένη μου Γιαννούλα σου ζητώ για τελευταία χάρη να περνάς καλά με τα παιδιά μας. Αγάπα τα θερμά τόσο πολύ και για μένα, κι εγώ από ψηλά θα σας στέλλω τις πιο θερμές μου ευχές. Και να σεβαστής και το δικό μου όνομα. Βλέπεις ότι η μοίρα θέλησε να μας πικράνη στα πρώτα χρόνια του γάμου μας. Αυτή τη στιγμή που σου γράφω ένα χαμόγελο γλυκό στολίζει τα χείλη μου και είμαι ευτυχισμένος που αφήνω τα παιδιά μου σε μια καλή μητέρα. Η ψυχή μου είναι γομάτη από μια αληθινή χαρά γιατί είμαι περήφανος για σένα. Μη δώσης καμμιά ματιά στο παρελθόν, αλλά κοίταζε το παρόν. Σου ζητώ συγνώμη και συγχώρεση για ότι σου έφταιξα Γιαννούλα.

Και πριν κλείσω το γράμμα μου, σου ζητώ ως τελευταίαν επιθυμία, να αγαπάς όπως και πριν τους γονείς μου και τα αδέλφια μου και τους δικούς σου. Ακόμη, αν μπορείτε, να περνάτε πιο καλά. Είμαι βέβαιος, πως οι γονείς μας είναι καλοί.

Δώσε τους τελευταίους εγκάρδιούς μου χαιρετισμούς στους γονείς μας, στα αδέλφια μας, σ’ όλους τους συγγενείς και χωριανούς μας.

Έχετε γειά και για πάντα αγαπημένες μου υπάρξεις».

Categories
Επιστολες Μελλοθανατων

Η τελευταία επιστολή του Μιχαήλ Κουτσόφτα

«Σεβαστή μου μητέρα, αγαπητά μου αδέλφια,

Χαίρετε,

Από το κελλί του θανάτου σας στέλλω τον τελευταίο μου ασπασμό. Γλυκειά μου μητέρα, έχετε θάρρος και πίστη. Μονάχα η πίστη στο Θεό και στην Υπεραγία Θεοτόκο φτάνει για όλα. Προσεύχεσθε και οι άγιοι θα σας γλυκάνουν τον πόνο. Προσεύχεσθε για την δική σας σωτηρία, όχι της ζωής αλλά της ψυχής.

Αργά η γρήγορα θα δώσουμε την ψυχή μας στον Θεό. Και ο Θεός για να θέλη να μας πάρη κοντά του θέλει το καλό της ψυχής μας. Φανταστήτε το μεγάλο μαρτύριο του Σωτήρος που κρεμάστηκε πάνω στο σταυρό για σώση την δική μας ψυχή, Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τον θάνατο αφού πιστεύουμε στο αληθινό φως. Απ’ την στιγμή που άκουσα την ώρα της εκτελέσεώς μας νοιώθω την ψυχή μου να είναι γιομάτη από μια αληθινή χαρά. Σου εύχομαι να ζήσης ευτυχισμένη με τα άλλα μου τα αδέλφια. Ναι μητέρα, πίστευε στον Θεό και ο Πανάγαθος Θεός θα σε παρηγορήση.

Κι’ εσάς αγαπητά μου αδέλφια, σας εύχομαι να ευτυχήσετε και να ζήσετε σ’ ένα λαμπρό μέλλον. Εσείς που είσαστε νέοι προσπαθείτε να παρηγορήσετε την μητέρα μας. Δώσετέ της θάρρος. Είναι θέλημα Θεού να χωριστούμε και πρέπει να σεβαστούμε το Άγιο θέλημά Του. Θα ελυπόμουν αν πέθαινα σαν ένας κοινός εγκληματίας. Θα ελυπόμουν αν πέθαινα σαν κλέπτης. Δεν υπάρχει λόγος όμως να λυπηθώ τώρα που πεθαίνω για χάρη ενός υψηλού ιδανικού. Δεν λυπούμαι γιατί θα εκτελεσθώ εν ονόματι της ελευθερίας. Μονάχα προσεύχομαι στην Υπεραγία Θεοτόκο και στον Θεό να μου δίνουν θάρρος και υπομονή ως την τελευταία μου πνοή.

Παρακαλώ τον Θεό να μου συγχωρέση κάθε αμαρτία μου. Γιατί να λυπηθώ που αφήνω μια πρόσκαιρη ζωή γιομάτη από αθλιότητες και αδικίες. Είμαι ευτυχισμένος και περήφανος γιατί ο Θεός με αξίωσε να μαρτυρήσω για ένα μεγάλο ιδανικό. Και τώρα κλείω το γράμμα μου με τις πιο θερμές μου ευχές στην μητέρα μου, στον Κώστα και Μερόπη, στον Πέτρο και Ειρήνη, στην Ολυμπία και Χαμπή, στη Άννα και Μιχάλη, στην Παρασκευού και γενικά σε όλους τους χωριανούς, φίλους και συγγενείς.

Σας φιλώ με άπειρη αγάπη,

ο γυιός και αδελφός σας,

Μιχάλης Κουτσόφτας»

Categories
Επιστολες Μελλοθανατων

Η τελευταία επιστολή του Χαρίλαου Μιχαήλ

«Αγαπητοί μου γονείς,

όταν θα διαβάζετε το γράμμα μου αυτό εγώ θα έχω σβήσει για πάντα από την ζωή.

Μην νομίσετε όμως αυτό με λυπεί. Απεναντίας επειδή γνωρίζω για ποιο σκοπό θα εκτελεστώ αισθάνομαι τον εαυτό μου Ισχυρό και γαλήνιο και είμαι έτοιμος να τα αντιμετωπίσω όλα με αφάνταστη ψυχραιμία. Τι κι’ αν ζήσω 50 και 60 χρόνια, πάλι θα πεθάνω και μάλιστα άδοξα.

Δεν θέλω να λυπάστε καθόλου για μένα . έχετε πολλά παιδιά και δεν πρέπει να λυπηθήτε που θα θυσιάσετε ένα για την λευτεριά της Κύπρου μας.

Τις ατελείωτες ώρες μου τις περνώ διαβάζωντας θρησκευτικά βιβλία και τραγουδώντας εθνικά τραγούδια. Ας μην με κολακεύει η μητέρα μου ότι θα ζήσω και θα ξανάρθω στο σπίτι γιατί έχω κι’ όλας δώσει την ψυχή μου στους ουρανούς .
Ζήσετε ευτυχισμένοι με τα άλλα μου αδέλφια και ο παντοδύναμος Θεός θα σας δίνει κουράγιο για να αντέξετε σε όλες τις δοκιμασίες που σας περιμένουν.

Λυπούμαι που θ’ αφήσω πίσω μου αγαπημένα μου πρόσωπα, τι να γίνει όμως αφού ήταν θέλημα Θεού να με χάσετε.

Αυτά έχω να σας γράψω, κλείω δε το γράμμα μου με τον τελευταίο θερμό μου ασπασμό και με την ευχή όπως αποκτήσετε εκείνο για το οποίο πεθαίνω.

Με άπειρη αγάπη Ο γιός σας Χαρίλαος Μιχαήλ»

Σε επιστολή του στις 7 Αυγούστου στον φίλο του Άνθο Νικολάου γράφει :

«Περιμένομε να φθάσουν οι γονείς μας.

Θα τους υποδεχθούμε με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα. Αυτοί θα έχουν καμάρι ότι τα παιδιά τους πεθαίνουν για την πατρίδα, για την ελευθερία και την αγάπη προς το καθήκον χάριν της πατρίδος. Τραγουδούμε και ψάλλομε, δοξάζομε τον Θεό που μας αξιώνει να αποθάνωμεν χάριν της ελευθερίας»

Το βράδι της Τετάρτης 8 Αυγούστου, λίγες ώρες προτού οδηγηθεί στην αγχόνη τον επισκέφθηκαν οι γονείς του στις κεντρικές φυλακές. Τους υποδέχτηκε με το τραγούδι «Ξύπνα καημένε μου ραγιά» όταν έφευγαν τους είπε: « Εχω το θάρρος, πατέρα, να πατήσω την αγχόνη. Εσύ, μάνα, να το έχεις ευχαρίστηση και να το κρατείς καύχημα που πεθαίνω για την πατρίδα»

Λίγα λεπτά προτού ανοίξει η καταπακτή του θανάτου, ένας Άγγλος , θέλησε να του δώσει μια συμβουλή και αυτός παρ’ όλον που ήταν μόλις 20 χρονών του απάντησε:

«Έννοια σας, οι Έλληνες ξέρουν να πεθαίνουν».