Categories
Μάρτιος

Έτσι άρχισε ο Αγώνας για την Ανεξαρτησία των Ελλήνων

Ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Κέντρο Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ (University of Birmingham: Centre for Byzantine, Ottoman and Modern Greek Studies) ως κλασικίστρια ήμουνα πολύ τυχερή στην πρόσληψη της ελληνικής αρχαιότητας στις συναναστροφές με Οθωμανολόγους και Βυζαντινολόγους κυρίως της ύστερης περιόδου. Μια διάλεξη τον πρώτο Οκτώβριο στη Μεγάλη Βρετανία αφορούσε στην περιοδολόγηση του Νέου Ελληνισμού είτε από το 1204, είτε μεταγενέστερα. Ο ομιλητής μας υπέδειξε το έτος της φραγκικής άλωσης ως το έτος μηδέν. Ο Απόστολος Βακαλόπουλος έχει ως terminus post quem την ίδια ημερομηνία, ήτοι το 1204. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους μέχρι και τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, δυο δύσκολα γεγονότα, εκείνα δυστυχώς θέτουνε τα όρια από το μεγάλο πανεπιστημιακό δάσκαλο για τη νέα εποχή στο Γένος μας.

Ο Απόστολος Βακαλόπουλος με την «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» μας δίνει ένα έργο-σταθμό με τη νεοελληνική συνείδηση να προέρχεται μέσα από τα σπάργανα μιας αρχαίας γραικοβαλκανικής συνύπαρξης με στοιχεία εθνικά και θρησκευτικά. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Ανεξαρτησίας η ημερομηνία της εθνικής εορτής ίσως να είναι διαφορετική γιατί κράτος ελληνικό δεν έχει υπάρξει ξανά ποτέ στην Ιστορία. Το νεοελληνικό κράτος που δημιουργείται στο Λονδίνο στις 3 Φεβρουαρίου 1830 είναι ένα αμάγαλμα όλων των λαών που ζούσανε νότια του Δούναβη έως την Κρήτη για αιώνες. Η Ελλάδα υπάρχει στην αρχαία συνείδηση με τους Πανέλληνες από τον αρχαίο Ίστρο (Δούναβης) έως το νησί του Μίνωα και της Πασιφάης, καθώς οι Αργοναύτες επιστρέφοντας ιδρύουν τις Παρίστριες αποικίες. Η έλευση των Αργοναυτών στη νήσο Κρήτη ουδόλως συμπτωματική είναι γιατί η Μήδεια ως ανιψιά της τοπικής βασίλισσας Πασιφάης αφικνείται ανατολικά στο Κάβο Σίδερο, ένας απόλυτα αιτιολογικός μύθος της οριοθέτησης των Ελλήνων ανατολικά της Μεσογείου.

Πότε αρχίζει η Επανάσταση;
Στο βορρά ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στις 17 Μαρτίου 1821 υψώνει την ελληνική σημαία στο Βουκουρέστι, την τότε πρωτεύουσα της Βλαχίας. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τελικά είναι εκείνος που από τη Μάνη στις 17 Μαρτίου 1821 εκκινεί τον ένοπλο αγώνα νότια. Η πόλη της Καλαμάτας απελευθερώνεται στις 23 Μαρτίου 1821 και οι ελεύθεροι Έλληνες από τη «Μεσσηνιακή Γερουσία» συγγράφουνε Προκήρυξη προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές. Στη νότια Κρήτη, στο Λουτρό Σφακίων, μια απρόσιτη περιοχή ακόμα έως σήμερα δεν υπάρχει δρόμος, η πρώτη ελληνική κυβέρνηση ως Καγκελαρία άρχισε τον Αγώνα με παγκρήτια συμμετοχή.

Η 25η Μαρτίου 1838 ορίζεται ως η εθνική επέτειος των Ελλήνων από τον Όθωνα. Ακόμη τότε ζούσανε πολλοί πολεμιστές του Αγώνα ανάμεσά τους ο Γέρος του Μοριά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843), ο Στερεοελλαδίτης Ιωάννης Μακρυγιάννης (1797-1864) και ο Κωνσταντίνος Κανάρης (1793-1877) από τα Ψαρά, ο ηρωικός πυρπολητής στην Τένεδο έως τη Χίο και τη Σάμο στο Αιγαίο πέλαγος. Η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα και τα νησιά, τα ελληνικά νησιά, στο ανατολικό Αιγαίο είχανε καθαρή λύση στην επίλυση του γόρδιου οθωμανικού δεσμού. Συγκεκριμένα, η Επανάσταση αποφασίστηκε περί τα τέλη του φθινοπώρου το 1820 από ηγέτες στα οριοθετούμενα σύνορα του Ελληνισμού.

Μία εναρκτήρια απόφαση για την εθνεγερσία πάρθηκε στη Βεσσαραβία (Ismail) από τη Φιλική Εταιρεία στις 20 Οκτωβρίου το 1820, αλλά η εξέγερση προδόθηκε στο Σουλτάνο από τους Άγγλους και γι’ αυτό η Συνάντηση στη Βοστίτσα (Αίγιο) τον επόμενο Ιανουάριο επισπεύδει τις διαδικασίες. Η Συνάντηση στη Βοστίτσα πραγματοποιήθηκε από 26 έως 30 Ιανουαρίου του 1821, με σημαίνοντα πρόσωπα της Πελοποννήσου, όπως οι Ανδρέας Λόντος, Ανδρέας Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας, Παπαφλέσσας, Παλαιών Πατρών Γερμανός, Χρύσανθος ο επίσκοπος Μονεμβασίας, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, Παναγιώτης Αρβάλης, Αμβρόσιος Φραντζής, Σωτήριος Θεοχαρόπουλος και Δημήτριος Μελετόπουλος. Οι συμμετέχοντες προκειμένου να έχουνε μια ημερολογιακή πυξίδα με βάση τις θρησκευτικές εορτές μπροστά τους ορίζουνε μερικές συγκεκριμένες εορτές που όλοι οι ορθόδοξοι γνωρίζουμε, όπως για παράδειγμα 25η Μαρτίου (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου), 10η Απριλίου (Κυριακή του Πάσχα), 21η Μαΐου (Κωνσταντίνου και Ελένης) και 29η Μαΐου (Δεύτερη Άλωση της Κωνσταντινούπολης), όπως επισημαίνει ο Οθωμανολόγος Δρ. Δημήτρης Σταθακόπουλος σε ανάλογη συζήτηση με το δημοσιογράφο κ. Πάρι Καρβουνόπουλο. Οι Κρητικοί φαίνεται να μην έχουνε ενημερωθεί, τουλάχιστον όχι επισήμως.

Όταν η Επανάσταση ξεκίνησε στο Ιάσιο στις 21 Φεβρουαρίου 1821 με τον ανέτοιμο Ιερό Λόχο από 500 σπουδαστές, αποφοίτους των Ηγεμονικών Ακαδημιών στις Παρίστριες επαρχίες, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήτανε ένας ιδεολόγος ηγέτης ο οποίος δυστυχώς δεν πέτυχε να κάνει το όνειρο πραγματικότητα. Ο ίδιος αποτάχθηκε από το ρωσικό στρατό αμέσως από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ και μετά την αποτυχία στο Δραγατσάνι, μόνος του παραδόθηκε στις αυστριακές αρχές, χρόνια μετά όταν αποφυλακίστηκε με περιορισμούς γράφει άρρωστος στις 2 Ιανουαρίου 1828 μια δραματική επιστολή στον νέο Τσάρο Νικόλαο Α΄ της Ρωσίας. Εξαιρετικά ευγενής δεν ζητούσε παρά τη ρωσική διαμεσολάβηση να γίνει αποδεκτός άμα τη επιστροφή του στην πατρίδα από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πεθαίνει 19 Ιανουαρίου 1828, έχοντας κλονισμένη υγεία, και χωρίς ποτέ να έλθει στην ελεύθερη Ελλάδα για την οποία όντως έδωσε την ίδια του τη ζωή, με μακρόχρονη στέρηση ελευθερίας έγκλειστος, άνευ λόγου. Η διάσημη επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη από το Ιάσιο στην έναρξη της Επανάστασης «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» στις 24 Φεβρουαρίου το 1821 είναι η αρχή του νέου ελληνικού κράτους.

Ο Μάρτιος του 1821 υπήρξε πράγματι δραστήριος βόρεια στη Μολδοβλαχία και στη νότια Πελοπόννησο. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επιθυμούσε να είναι στην Πελοπόννησο ανήμερα του Ευαγγελισμού την 25η Μαρτίου 1821. Είτε ο Επίσκοπος Γερμανός όρκισε τους οπλαρχηγούς στην Αχαΐα, είτε όχι, το χριστιανικό σύμβολο παραμένει ζωντανό. Στις 10-13 Μαρτίου 1821 η ίδια ομάδα της Βοστίτσας συναντήθηκε στην Τρίπολη και τότε υπήρξε έντονη η αντιπαράθεση για αναβολή του Αγώνα. Η ανεπαρκής προετοιμασία και η μη έγκαιρη επιστροφή του απεσταλμένου κληρικού από την Πόλη και το Πατριαρχείο πίσω στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον Ανδρέα Ζαΐμη, ήτανε αρκετά για την αναβολή του αβέβαιου εγχειρήματος και οι παρευρισκόμενοι αποχώρησαν όταν η συζήτηση έφτασε σε αδιέξοδο.

Δίχως αμφιβολία η Κωνσταντινούπολη απέχει χιλιάδες χιλιόμετρα από το νότο και ο φαναριώτικος Ελληνισμός έχει ανέκαθεν διαφορετικές ανάγκες διαβίωσης και επιβίωσης μέσα στο Μουσουλμανικό κόσμο. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ όταν υπέγραφε τον αφορισμό της Επανάστασης ήτανε ο φόβος που έκανε την υπογραφή του στο χαρτί. Η οργισμένη επιστολή του προς τον ορθόδοξο Μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν στις 11 Μαρτίου 1821 να τερματίσει το απονενοημένον τούτο κίνημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελληνικός Τηλέγραφος» μόλις στις 17 Απριλίου 1821 στη Βιέννη. Ωστόσο, όταν δημοσιεύεται η βεβιασμένη όσο φοβισμένη επιστολή, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ έχει ήδη μαρτυρήσει για του Χριστού την πίστη την αγία και της Πατρίδος την Ελευθερίαν, απαγχονισμένος για μέρες στην πόρτα του Πατριαρχείου από την Κυριακή του Πάσχα.

Η Πελοπόννησος έδινε αρχικά πρόσφορο έδαφος για την επιτυχημένη αρχή της Επανάστασης λόγω μιας μικρής πυκνότητας τούρκικου πληθυσμού, το 19ο αιώνα μόνο ένας τους δέκα κατοίκους της Πελοποννήσου είναι Μουσουλμάνος, και ο τουρκικός στρατός είναι όλος συγκεντρωμένος στα Γιάννενα ήδη από το καλοκαίρι του 1820 όταν οι Οθωμανοί πολεμούνε ενάντια στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Νοτιότερα και με καθυστέρηση, οι Κρητικοί όταν πληροφορήθηκαν την έναρξη της Επανάστασης σε ανάλογες συναντήσεις στα Σφακιά έλαβαν την απόφαση της ένοπλης συμμετοχής στον Αγώνα και τον Απρίλιο του 1821 ο ορθόδοξος Επίσκοπος Κισσάμου είχε ακριβώς την ίδια τύχη με τον Πατριάρχη. Ο Μεγάλος Αρπεντές στις 24 Ιουνίου 1821 μέσα στην εκκλησία του πολιούχου στον Άγιο Μηνά έφερε το τέλος για όλους τους επισκόπους, το Μητροπολίτη Κρήτης Γεράσιμο Παρδάλη και εκατοντάδες πιστούς.

Οι ένοπλες συγκρούσεις των Οθωμανών με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων το καλοκαίρι του 1820 στην Ήπειρο δημιουργούνε το δίαυλο ανταπάντησης διάπλατα στον παρίστριο ελληνόφωνο βορρά και στον ξεκάθαρα ελληνικό νότο. Προς τούτο οι πρώτες συζητήσεις έγιναν από τον Οκτώβριο του 1820 στη σημερινή Μολδαβία, όπου μια μεγάλη ελληνική παροικία υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα· όταν ο Θεός έβαζε την υπογραφή του για την ελευθερία των Ελλήνων έκτοτε δεν υπήρξε ποτέ επιστροφή, alea jacta est.

Πηγή: ethnos

Categories
Μάρτιος

Ο πρώτος οπλισμός της ΕΟΚΑ

Μεταφέρθηκε μυστικά από την Ελλάδα στην ακτή της Χλώρακας πριν από 66 χρόνια. Πώς περιγράφουν την εκφόρτωσή του από το ιστιοφόρο «Σειρήν» οι Λεωνίδας Παπακώστας και Αντρέας Αζίνας

Έκλεισαν αυτές τις μέρες 66 ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που ξεφορτώθηκε από το πλοιάριο «Σειρήν», στις ακτές της Χλώρακας, ο πρώτος οπλισμός για τις ανάγκες του Ένοπλου Απελευθερωτικού Αγώνα, για την αποτίναξη του βρετανικού ζυγού και την Αυτοδιάθεση – Ένωση της Κύπρου μας με τη Μητέρα Ελλάδα. Μια δράκα αγνών πατριωτών της Χλώρακας αγρυπνούσαν στην ακτή με κλεφτοφάναρα, αναμένοντας με μεγάλη λαχτάρα να δουν από τη θάλασσα το φωτεινό σήμα του ιστιοφόρου που μετέφερε το πολύτιμο φορτίο, για να του ανταποδώσουν το απαντητικό σήμα και να προχωρήσει στην ακτή. Ο αρχηγός της ομάδας Λεωνίδας Παπακώστας, με τον φίλο του, Νικόλα Μαυρονικόλα και άλλους αγωνιστές, με εντολή του Αντρέα Αζίνα, καιροφυλακτούν αόρατοι μέσα στης νύχτας τη σκοτεινιά. Θα γράψει αργότερα ο Παπακώστας:

«Αρχές Μαρτίου 1954 ήρθε το καΐκι ‘‘Σειρήν’’. Το είδαμε στα ανοιχτά, του κάναμε τα σήματα με τα κλεφτοφάναρα και ήρθε ακριβώς στο καθορισμένο σημείο. Ήταν περίπου 9 η ώρα μετά το μεσημέρι. Ανέβηκε πάνω ο Αζίνας για συνεννόηση κι εμείς αρχίσαμε την εκφόρτωση. Τον Νικόλα Αζίνα τον στείλαμε να φέρει ένα γαϊδούρι, για τη μεταφορά των κιβωτίων με τα όπλα.

»Εν τω μεταξύ, κατέβηκε και ο Αντρέας Αζίνας από το καΐκι και όλοι μαζί, άλλοι στους ώμους και άλλοι στα χέρια, τα μεταφέραμε μέσα στον ποταμό και τα κρύψαμε στους καλαμιώνες και μέσα στο σπίτι της μηχανής (υδραντλίας) μας. Τελειώσαμε στις πέντε το πρωί και φύγαμε χωρίς να μας αντιληφθεί, ούτε να μας πάρει είδηση κανένας…».

Το πρώτο σημαντικό βήμα του ένοπλου ξεσηκωμού των Ελλήνων της Κύπρου είχε επιτευχθεί, κάτω από άκρα μυστικότητα, στις γαλανές ακρογιαλιές της Χλώρακας, από Ελλαδίτες ναυτικούς και Χλωρακιώτες αγρότες.

Γύρισε στο σπίτι του ο Κώστας Λεωνίδα, κοντά στη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του, αλλά ο ύπνος δεν έλεγε να τον πάρει. Από τη μια η ανέκφραστη χαρά του, που ήρθε, επιτέλους, ο πολυαναμενόμενος οπλισμός, και, από την άλλη, ο φόβος μήπως οι αδελφοί του, που δεν είχαν ενημερωθεί σχετικά, πήγαιναν στο σπιτάκι της μηχανής κι αντίκριζαν τα εκεί κρυμμένα ιερά όπλα: Γράφει στα ενθυμήματά του: «Την άλλη μέρα πρωί-πρωί σηκώθηκα και πήγα στο Κτήμα, στο μαγαζί που είχα με τον αδελφό μου Νικόλα… Τον βρήκα εκεί μαζί με τον αδελφό μου Γιώργο και τους ρώτησα: ‘‘Πήγατε στη μηχανή, ποτίσατε;’’. Μου απάντησαν ότι δεν πήγαν, τους ρώτησα αν θα πάνε σήμερα. Μου είπαν πως θα πάνε, με ρώτησαν γιατί τους ρωτώ. Τότε εγώ τους είπα εμπιστευτικά: ‘‘Όταν θα πάτε, να πάτε μόνοι σας, ούτε γονείς, ούτε παιδιά, ούτε γυναίκες, ούτε κανένας άλλος… Ούτε θα βγάλετε τσιμουδιά από το στόμα σας, γιατί χαθήκαμε όλοι, θα πάμε φυλακή…’’. Με ρώτησαν: ‘‘Μα τι συμβαίνει;’’. ‘‘Ακούστε -τους λέω- θα πάτε να ποτίσετε. Ό,τι δείτε, θα ράψετε το στόμα σας… Ούτε στις γυναίκες σας, ούτε στα παιδιά, ούτε σε κανέναν θα πείτε κάτι. Απόψε θα στείλω και τον Κκολιό και θα τα κρύψετε στους σπήλιους. Δεν θα επιτρέψετε σε κανέναν να μπει στη μηχανή. Και προσεχτικά να μη σας δει κανένας. Θα σας μιλήσω αργότερα».

Τα δύο αδέρφια τέλεσαν κατά γράμμα τις εντολές του μεγάλου τους αδελφού, που τον σέβονταν και δεν αντιδρούσαν ποτέ αρνητικά σ’ ό,τι τους ζητούσε ή τους συμβούλευε. Οι εντολές του ήταν θείος νόμος. Μετακίνησαν με μεγάλη προσοχή και υπευθυνότητα τον οπλισμό από το σπιτάκι της μηχανής τους και τον απέκρυψαν, όπως τους παρήγγειλε, στους σπήλιους, που ήταν εκεί κοντά στο χωράφι τους.

Πιο παραστατικά περιγράφει ο Αντρέας Αζίνας την παραλαβή του πρώτου οπλισμού, στο βιβλίο του «50 Χρόνια Σιωπής – Η Ώρα της Αλήθειας»: «Ενωρίς 8 η ώρα, το βράδυ της Παρασκευής, μετά τους Β΄ Χαιρετισμούς, την Άνοιξη του 1954, κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα δυσανασχετισμένοι, βλέπουμε βόρεια του Φάρου της Πάφου να δίδεται από ανοιχτά στη θάλασσα το σήμα: 3 άσπρες γραμμές… Μας κόπηκε η ανάσα. Αμέσως έστειλα τρεις στιγμές κόκκινες, τρεις γραμμές πράσινες και τρεχάλα στο σημείο παραλαβής στην παραλία… Ευτυχώς, με το δεύτερο σήμα, έπαψαν να στέλνουν σήματα από τη θάλασσα. Σε 10 λεπτά κατρακυλήσαμε στην ακτή… Εγώ ανέβηκα ψηλά στα βράχια κι έστειλα το σήμα για καθοδήγηση. Σε λίγο ακούστηκε ο ρυθμικός κρότος εξάτμισης της μηχανής και φαινόταν ο σκούρος όγκος του καϊκιού… Κατέβηκα από τους βράχους, πήγα στην αμμουδιά και με το άσπρο φως του φαναριού καθοδήγησα τη βάρκα στο σημείο που ήμουν. Όταν έφτασε, πήδηξα μέσα.

– Είναι εδώ ο Καπετάν Βαγγέλης; ρώτησα.

– Ναι, εσύ είσαι ο Χρίστος;

– Ναι, αυτήν τη γραμμή θα ακολουθήσετε.

»Προχωρήσαμε δέκα μέτρα απόσταση, έριξε άγκυρα ακριβώς μόλις έφθασα κι εγώ στο καΐκι. Ανέβηκα.

– Γεια σου, Καπετάν Βαγγέλη.

– Γεια σου, Χρίστο.

»Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε. Μου ’δωσε ένα ξύλινο κιβώτιο γιομάτο με πυροκροτητές και μου ’πε ότι έφερνε 46 κιβώτια. Η θάλασσα ήταν ήρεμη. Ούτε καν ένα κύμα.

– Μήπως πρέπει, είπα, ν’ ανέβουν δικοί μου άνθρωποι να βοηθήσουν στο ξεφόρτωμα;

– Όχι, δεν χρειάζονται, μου είπε. Στην ακτή το ξεφόρτωμα θέλει χέρια…

– Ρίχτε τα στην ακτή και φύγετε. Εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας, είπα. Και μην ξεχνάς, Καπετάνιε, φεύγοντας τα πρώτα 30 λεπτά αγάλι -αγάλι. Μη μαρσάρεις…».

Σε μια ώρα τέλειωσε το ξεφόρτωμα. Ο Αζίνας φύλαγε ανοιχτά από την ακτή. Ξεκίνησε το καράβι μετά την τελευταία εκφόρτωση κι έβαλε φουλ μηχανή. Ξέχασε ο Καπετάν Βαγγέλης ότι συμφώνησαν ν’ απομακρυνθεί σιγά-σιγά για να μην προκαλέσει θόρυβο. Χαλασμός κόσμου μέσα στη νύχτα. «Τρανταχτήκαμε, σταματήσαμε και κρυφτήκαμε για κάμποση ώρα… Νηνεμία. Τροχάδην η μεταφορά του οπλισμού. Προσωρινά στην αρχική θέση της απόκρυψης, σ’ ένα σπιτάκι αντλητικού συγκροτήματος, μέσα στον ποταμό κάποιου συγγενή μας…».

Στο μεταξύ, ο θείος του Αντρέα, Νικόλας Αζίνας, που επιτηρούσε τις κινήσεις στο χωριό, αγωνιούσε όσο περνούσε η ώρα και δεν γύριζαν οι αγωνιστές. Όσο πήγαινε να χαράξει και σημάδι δεν φαινόταν, μαύρα φίδια τον έζωναν. Του φυσούσε και δεν κρύωνε. Μαύρες σκέψεις και υποθέσεις τον έδερναν. Και τα βασανιστικά «γιατί», πολλά.

Ερόδισε η Ανατολή και η Πούλια πήγαινε στη Δύση, όταν οι πρωτοπόροι αγωνιστές της Χλώρακας, αφού μετέφεραν τον πρώτον οπλισμό στο υποστατικό της υδραντλίας των αδελφών Λεωνίδα Παπακώστα και στον παρακείμενο καλαμιώνα, άρχισαν, με χίλιες – δυο προφυλάξεις, να γυρίζουν στα σπίτια τους, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από κανέναν.

Τα 46 μεγάλα κιβώτια, που ξεφορτώθηκαν από το ιστιοφόρο «Σειρήν», περιείχαν:

– Δύο πολυβόλα ιταλικά.

– Τρία οπλοπολυβόλα αγγλικά «Μπρεν».

– Τρία οπλοπολυβόλα ιταλικά «Μπρέντα» (από τα οποία το ένα όχι σε καλή κατάσταση).

– Τέσσερα αυτόματα «Τόμιγκαν».

– Δεκαεπτά αυτόματα «Στεν» και «Στάγιερ».

– Σαράντα εφτά τυφέκια διαφόρων τύπων.

– Επτά περίστροφα.

– Χίλια εκατό φυσίγγια αγγλικά.

– Τρεις χιλιάδες εξακόσια πενήντα φυσίγγια ιταλικού πολυβόλου και οπλοπολυβόλου.

– Εννέα χιλιάδες οκτακόσια φυσίγγια ιταλικού τυφεκίου.

– Δέκα χιλιάδες τετρακόσια φυσίγγια «Στεν».

– Διακόσια φυσίγγια ελληνικού τυφεκίου.

– Πεντακόσια δέκα οκτώ φυσίγγια περιστρόφου.

– Διακόσιες ενενήντα χειροβομβίδες.

– Είκοσι κιλά εκρηκτικών υλών και πυραγωγό σχοινί.

Γράφει στ’ «Απομνημονεύματά» του ο Αρχηγός Διγενής, για τον πρώτο αυτόν οπλισμό: «Με τα υλικά αυτά ήρχισα τον Αγώνα και τον συνετήρησα επί εν περίπου έτος, οπότε επετεύχθη μικρά ενίσχυσίς μου…».

Για ν’ αντιληφθεί κάποιος πόσο δύσκολο ήταν να εξευρεθεί οπλισμός για τον Ένοπλο Απελευθερωτικό μας Αγώνα, πρέπει να επισημανθεί ότι: Τόσο η κυβέρνηση του Στρατάρχη Παπάγου, όσο και η διάδοχη κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, όχι μόνο δεν διέθεσαν ούτε ένα φυσίγγιο για τον Αγώνα, αλλά αντίθετα απαγόρευσαν αυστηρά την προμήθεια οποιουδήποτε υλικού από τις στρατιωτικές αποθήκες. Παρά τις δυσκολίες και την αρνητική στάση των κυβερνήσεων του αθηναϊκού κράτους, ο Ελληνισμός της Κύπρου διεξήγε με επιτυχία των Αγώνα στα πεδία των μαχών, μ’ επικεφαλής τον θρυλικό Διγενή. Οι ηγεσίες όμως της Ελλάδας και της Κύπρου δεν κατόρθωσαν να αξιοποιήσουν τις επιτυχίες αυτές και, αντί στην Ένωση, που ήταν ο στόχος του επικού Αγώνα της ΕΟΚΑ, οδήγησαν την Κύπρο στα δεσμά της επάρατης Ζυρίχης.

Του Χαράλαμπου Χαραλαμπίδη

Πηγή: simerini.sigmalive.com

Categories
Μάρτιος

Με τι μούτρα θα κοιτάξουμε στα μάτια τον Βαγορή;

Στις 14 Mαρτίου 2022 υμνούμε και δοξολογούμε την 84η επέτειο μνήμης και τιμής του ήρωα-μαθητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Τονίζουμε ιδιαιτέρως τη λέξη υμνούμε γιατί στη σημερινή ζούγκλα της παγκοσμιοποίησης και της καθυπόταξης των λαών, ο κάθε ελεύθερος άνθρωπος έχει απόλυτη ανάγκη θυσιαστηρίων από τα οποία θα αντλήσει δύναμη προκειμένου να κρατηθεί όρθιος. Ο νεαρός Ευαγόρας Παλληκαρίδης από το χωριό Τσάδα της Επαρχίας Πάφου, σε ηλικία μόλις 19 ετών, ήταν ο τελευταίος αγωνιστής της κυπριακής ελευθερίας που κρεμάστηκε από τους Άγγλους δυνάστες. Ο βίος και η πολιτεία του αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο μαθητικής λεβεντιάς και πνευματικής ωρίμανσης, που σε συνδυασμό με τον ποιητικό νεανικό λόγο και το ασυμβίβαστο αγωνιστικό του πνεύμα, κατατάσσεται στο πάνθεο της αθανασίας. 

Στα 15 του χρόνια αψηφά την πάνοπλη αγγλική Αστυνομία, κατεβάζει από το στάδιο της Πάφου την αποικιοκρατική σημαία επιτυγχάνοντας ματαίωση των εορτασμών για τη στέψη της βασίλισσας, πράξη πρωτοφανής που δεν αποτολμήθηκε σε καμία άλλη χώρα της Γηραιάς Αλβιόνας. Με τη δράση του, αναδείχθηκε σε κορυφαία μορφή του απελευθερωτικού μας αγώνα. Όταν διακήρυττε μέσω των ποιημάτων του ότι «θα ’παιρνε το μονοπάτι που πάει στη λευτεριά», συνειδητοποιούσε, παρά το νεαρόν της ηλικίας του, πως η λευτεριά κερδίζεται μόνο με αίμα. Στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του προς τους συμμαθητές του, λίγο πριν πάρει τα δύσβατα μονοπάτια της λευτεριάς, τόνιζε ότι «μπορεί και να μην τον ξαναδούν παρά μόνο νεκρό». Αυτή η συνειδητή αντιμετώπιση του θανάτου στα χρόνια της εφηβείας και των μύριων ονείρων, τον κατέστησαν παγκόσμια νεανική μορφή και πρότυπο των λαών που παλεύουν για ελευθερία και ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το απαράμιλλο θάρρος που επέδειξε κατά τη διάρκεια της δίκης-παρωδίας όπου κατηγορήθηκε για κατοχή όπλου, είναι άξιο θαυμασμού. Η απάντησή του όταν ρωτήθηκε αν είχε οτιδήποτε να πει για να μην του επιβληθεί η ποινή του θανάτου, ενσαρκώθηκε σε παιάνα ελληνικής λεβεντιάς: «Ξέρω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος ο οποίος ζητεί την ελευθερία του», παραπέμποντας στο «Μολών Λαβέ» του Λεωνίδα. Χρειάστηκαν εννέα δευτερόλεπτα από τη στιγμή που άνοιξε η ξύλινη καταπακτή για να ξεψυχήσει ο Βαγορής, στο σχοινί της αγχόνης. Πίσω του όμως άφησε με την ηρωική θυσία του παρακαταθήκη αιώνων.

Σήμερα που ο νεοθωμανός Ερντογάν με τη βρώμικη συμπαιγνία της πάλαι ποτέ βρετανικής αυτοκρατορίας, την ανοχή των δύο υπερδυνάμεων του πλανήτη αλλά και της «γερμανικής Ευρώπης» θέλει να καθυποτάξει ξανά την Κύπρο και την Ελλάδα, η θυσία του Βαγορή αποτελεί για μας άσβεστο φάρο στον αγώνα για ελευθερία κι εθνική δικαίωση. Αλήθεια με τι μούτρα θα τιμήσουμε φέτος τον Βαγορή, τα αμούστακα παιδιά της ΕΟΚΑ και τους αθάνατους συναγωνιστές τους όταν το εσωτερικό μέτωπο είναι κατακομματιασμένο και πρώτιστη έγνοια των πολιτειακών αξιωματούχων, των κομματικών ταγών και των πλείστων δημοσίων αρχόντων εξακολουθεί να είναι η οικονομική κερδοσκοπία, ο εγωκεντρισμός, η αλαζονεία, η καρέκλα της εξουσίας και η «μεγαλοσύνη» της αρχομανίας τους;

Οι αδούλωτοι Έλληνες της Κύπρου κάθε 14η Μαρτίου γιορτάζουμε την Ημέρα του Ήρωα Μαθητή, με σεμνότητα, ταπεινότητα και  εθνική περηφάνια. Φέρνουμε στη μνήμη μας τον Βαγορή, τον Πετράκη Γιάλλουρο και όλα τα παλληκάρια της θρυλικής ΕΟΚΑ κρατώντας αναμμένη τη φλόγα και ζωντανή την ελπίδα της λευτεριάς, της δικαιοσύνης και του αξιοπρεπούς αύριο. Ρίχνουμε στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας τους «σπουδαγμένους» ορθολογιστές νεοκύπριους και τους κάθε λογής πολιτικάντηδες που καπηλεύονται τη θυσία των ηρώων μας προκειμένου να παραμείνουν γαντζωμένοι στην καρέκλα της εξουσίας και της εθνικής υποτέλειας.  

Συνεχίζουμε τον αγώνα της εθνικής αξιοπρέπειας ζητώντας άφεση αμαρτιών από τους γενναίους των γενναίων του έπους της ΕΟΚΑ. Προχωρούμε με ανυπότακτο βλέμμα και γενναία ψυχή τα σκαλοπάτια που πάν στη Λευτεριά. Αυτό είναι και το καλύτερο μνημόσυνο για τον Βαγορή μας και τις αιώνιες ερρωμένες του, την Ελευθερία και την Ελλάδα. 

*Δημοσιογράφος, πρόεδρος Ινστιτούτου Ελληνικού Πολιτισμού.

Πηγή: phlenews

Categories
Μάρτιος

Πετράκης Κυπριανού: Άδειασαν 2 γεμιστήρες στο άψυχο κορμί του

Στις 21 Μαρτίου, δεύτερη μέρα μετά την άφιξή του στο χωρίο Ορά της ορεινής Λάρνακας, στις τρεις το απόγευμα, περικυκλώθηκε από τρεις χιλιάδες Άγγλους στρατιώτες, που επέβαλαν κατ’ οίκον περιορισμό στο χωριό, αναζητώντας τον.

Ο Πετράκης Κυπριανού είπε στους ιδιοκτήτες του σπιτιού που κρυβόταν «Πείτε στη μητέρα μου πως πεθαίνω για την Ελευθερία της Κύπρου μας, αλλά το κυριότερο για την Ελλάδα». Βγαίνοντας από το σπίτι με κατεύθυνση τη ταράτσα του σπιτιού, ο Πετράκης βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα βρετανό στρατιώτη. Ανταλλάσσουν πυρά, ο βρετανός πέφτει νεκρός, και ο Πετράκης ανεβαίνει περήφανος τα σκαλοπάτια του σπιτιού, με δρόμο την αθανασία.

Εκεί, μόνος του, στήνει μάχη με τα τριάντα φυσίγγια που είχε στο κυνηγετικό του όπλο. Όταν τα φυσίγγια του όπλου τελειώνουν, ο Πετράκης προσπαθεί να σπάσει με το κορμί του τον κλοιό των στρατιωτών, και πέφτει διάτρητος από τις σφαίρες των Άγγλων κατακτητών.

Ο Βρετανός αξιωματικός της επιχείρησης, πάει κοντά στο άψυχο σώμα του ήρωα, όπου το πυροβολεί με το υπηρεσιακό του περίστροφο και αδειάζει σχεδόν 2 γεμιστήρες.

Η μάνα του στη κηδεία του είπε: «Έτσι σε ήθελα γιε μου νάρτεις, ήρωας».

Ήταν η απάντηση που έδινε σε ένα γιο, ο οποίος λίγες μέρες πριν της είχε γράψει:

«Μην ανησυχείς μάνα, γιατί ποτέ δεν πρόκειται να συλληφθώ, θα πέσω πολεμώντας».

Categories
Μάρτιος

Αγρίδια: Το μικρό Σούλι

Εξιστόρηση πραγματικών γεγονότων για τον αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59.

Μία ιστορία την οποία πρέπει να μάθουν οι νεότεροι και να θυμηθούν οι παλαιότεροι. Η προσφορά των Αγριδιώτισσων γυναικών στον αγώνα του 1955-59 μέσα από αυτό το ιστορικό της Γιανούλλας Παναγιδη την οποία και ευχαριστουμε! Το ιστορικό του λιθοβολισμού κατά των Άγγλων κατακτητών την 21η Ιανουαρίου 1959 στα Αγρίδια με πρωτοστάτες Αγριδιώτισσες γυναίκες.

1955 – 59: Περίοδος του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στο νησί μας ενάντια στους Άγγλους κατακτητές για της Λευτεριάς το ξημέρωμα. Σύσσωμος ο ελληνικός κυπριακός λαός έγραψε με το αίμα της καρδιάς του σελίδες απαράμιλλου ηρωισμού και αυτοθυσίας.Το μικρό μας χωριό τα Αγρίδια έμελλε να γράψει και αυτό τη δική του ένδοξη σελίδα στα κατάστιχα της ελληνικής ιστορίας.

Εκείνο το απόγευμα της 21ης Ιανουαρίου 1959, ο Κωστάκης Λουκαΐδης (Κωσταρής) μαθητής του Απεητείου Γυμνασίου Αγρού, επέστρεφε στο χωριό του τα Αγρίδια, κουβαλώντας όπως κάθε μέρα υλικό της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών, ΕΟΚΑ. Το φορτίο εκείνης της μέρας ήταν πολύ επικίνδυνο, αφού η σακούλα που κουβαλούσε περιείχε νάρκες. Σε κάποια στιγμή βρέθηκε αντιμέτωπος με αγγλική στρατιωτική περίπολο. Κάποιος σε άπταιστα ελληνικά του φώναξε «Σταμάτα». Ξαφνιασμένος έριξε μια γρήγορη ματιά προς το μέρος τους και χωρίς δεύτερη σκέψη, αναλογιζόμενος τα βασανιστήρια που τον περίμεναν, αν έπεφτε στα χέρια τους, άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Σε κάποιο σημείο, άφησε κάτω το βαρύ φορτίο. Ακολούθησε άγρια καταδίωξη αλλά τελικά κατόρθωσε να διαφύγει. Λίγα λεπτά όμως νωρίτερα, η ίδια περίπολος είχε σταματήσει και ερευνήσει το μαθητή Κώστα Καμπουρίδη ο οποίος σε συνεννόηση με τον Κωσταρή, προπορευόταν για λόγους ασφαλείας. Οι Άγγλοι στρατιώτες συνέδεσαν τις δύο περιπτώσεις και σε λίγη ώρα τρία στρατιωτικά αυτοκίνητα έμπαιναν στα Αγρίδια. Στο μεταξύ άρχισε να σουρουπώνει.Οι Άγγλοι στρατιώτες πήγαν απευθείας στο καφενείο του χωριού όπου σύχναζαν οι περισσότεροι άνδρες και άρχισαν ανακρίσεις. Ήθελαν να βρουν τους μεγαλύτερους μαθητές του Απεήτειου Γυμνασίου με σκοπό να μάθουν ποιος ήταν εκείνος που κουβαλούσε τις νάρκες και που κατάφερε να διαφύγει. Τίποτε όμως δεν μπόρεσαν να μάθουν.Η είδηση για τον ερχομό τους διαδόθηκε στο χωριό σαν αστραπή. Όλοι βγήκαν στους δρόμους ανάστατοι. Μέσα σ’ αυτή την αναστάτωση ο Χρίστος Παπαθεοδούλου έριξε την ιδέα: «Να τους χτυπήσουμε».

Μέσα σε λίγα λεπτά η απόφαση είχε παρθεί. Η καμπάνα του χωριού άρχισε να κτυπά ακατάπαυστα και όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους. Η αγωνία, ο φόβος, ο πόνος και η απόγνωση τεσσάρων χρόνων έγιναν οργή και αγανάκτηση για τους κατακτητές. Ο κοινός σκοπός και ο κοινός πόθος για λευτεριά και δικαίωση ένωσε όλον εκείνο τον κόσμο σε ένα πλήθος διψασμένων για εκδίκηση. Μπροστά οι γυναίκες πίσω οι άνδρες. Οι δρόμοι γέμισαν με οδοφράγματα και οι ταράτσες των σπιτιών με πέτρες και ξύλα, τα μόνα όπλα που διέθεταν έναντι της φωτιάς και του σιδήρου των βρετανικών δυνάμεων. Η λογική όμως την ώρα εκείνη δεν είχε καμιά θέση.Στο μεταξύ οι Άγγλοι ακούγοντας την καμπάνα να κτυπά, αντιλήφθηκαν τον ξεσηκωμό και συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο που τους απειλούσε, ξεκίνησαν να φύγουν. Η επίθεση όμως είχε αρχίσει. Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα δέχονταν βροχή τις πέτρες και ο ήχος από τα τζάμια που έσπαζαν ακουγόταν απαίσιος μέσα στη νύχτα. Η καμπάνα εξακολουθούσε να κτυπά συνέχεια, φωνές ακούγονταν από παντού, ένα σωστό πανδαιμόνιο. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν σαν δαιμονισμένα και πίσω τους όλος εκείνος ο οργισμένος κόσμος που δεν είχε άλλο τρόπο να εκδηλώσει εκείνο που ένιωθε και που τόσα χρόνια ποθούσε. Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψει κανείς με λόγια τα γεγονότα εκείνης της νύχτας. Ο κάθε Αγριδιώτης, άντρας, γυναίκα ή παιδί είχε να δώσει τη δική του μαρτυρία. Ήταν όλοι παρόντες, κανείς δεν απουσίασε. Οι Άγγλοι είχαν φτάσει στο τελευταίο οδόφραγμα στην έξοδο του χωριού.

Αυτό όμως δεν μπορούσαν να το περάσουν. Έτσι κατέβηκαν από τα αυτοκίνητα, κρύφτηκαν πίσω από έναν τοίχο και άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα. Για πόσο όμως θα κρατούσε αυτό; Η ζωή τους κινδύνευε και δε θα αργούσαν να κτυπήσουν τις γυναίκες που ήταν μπροστά. Ήταν εκείνη την ώρα που ο πρόεδρος της κοινότητας Γεώργιος Λουκά συναισθανόμενος τον κίνδυνο καθώς και την ευθύνη του για την ασφάλεια των γυναικών, αποφάσισε να παρέμβει. Στην πράξη του αυτή τον ώθησε ακόμα ένας λόγος. η αγωνία του για το γιο του τον Κωσταρή. Τι του είχε συμβεί; Σκοτώθηκε, συνελήφθη ή διέφυγε; Αυτά τα ερωτήματα τον βασάνιζαν. Προχώρησε και μπήκε ανάμεσα στους Άγγλους στρατιώτες και τις γυναίκες με κίνδυνο να χτυπηθεί και από τους δύο αντιμαχόμενους. Διαπραγματεύτηκε μαζί τους και όταν έμαθε ότι κάποιος τους διέφυγε στον Αγρό, κατάλαβε ότι ήταν ο γιος του. Ανακουφισμένος φώναξε στις γυναίκες να σηκώσουν το οδόφραγμα αφήνοντας τους Άγγλους στρατιώτες να φύγουν. Ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα. Άλλωστε δεν ήταν αυτός ο σκοπός. Ήθελαν να δώσουν ένα μάθημα στον κατακτητή και το πέτυχαν.Οι Άγγλοι όμως δεν θα άφηναν να περάσει έτσι απλά το ρεζίλεμα τους. Το ίδιο βράδυ, λίγο πριν ξημερώσει γύρισαν και πάλι. Στο δρόμο πάνω από το χωριό βρισκόταν μια τεράστια πέτρα, την έσπρωξαν και αυτή σταμάτησε στην άκρια της στέγης του σπιτιού του Ιωάννη Κ. Βαλανίδη το οποίο βρισκόταν κάτω από το δρόμο.Η αγάπη του θεού άπλωσε το χέρι και την κράτησε και έτσι η πολυμελής οικογένεια που κοιμόταν αμέριμνη διέφυγε τον θανάσιμο κίνδυνο. Οι Άγγλοι γύρισαν και πάλι με ενισχύσεις την μεθεπομένη και αφού περικύκλωσαν το χωριό, επέβαλαν κατ’ οίκον περιορισμό. Μπήκαν στα σπίτια και συνέλαβαν πολλές γυναίκες και λίγους άντρες. Τους μετέφεραν στον αστυνομικό σταθμό Αγρού, όπου ύστερα από ανακρίσεις άφησαν κάποιους ελεύθερους και τους υπόλοιπους τους πέρασαν από δίκη.

Καταδικάστηκαν σε φυλάκιση δεκατέσσερις (14) γυναίκες και τέσσερις (4) άνδρες, ηλικίας από δεκατεσσάρων μέχρι πενήντα οκτώ χρονών. Οι ποινές καθορίστηκαν από επτά μέχρι δεκατρείς μήνες. Μόλις ανακοινώθηκαν οι ποινές ο Χρίστος Παπαθεοδούλου φώναξε «Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες και οι Κεντρικές Φυλακές για αντάρτισσες κοπέλες». Στη συνέχεια φώναξε «Stand up» και χτύπησε δυνατά το χέρι του στον πάγκο. Ο Άγγλος δικαστής ξαφνιασμένος σηκώθηκε όρθιος, καθώς και όλοι στην αίθουσα. Οι καταδικασθέντες σε στάση προσοχής, άρχισαν να ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο. Ο δικαστής έμεινε εμβρόντητος για μερικά δευτερόλεπτα και όταν συνήλθε πρόσθεσε ακόμα τρεις μήνες στην ποινή του Χρίστου. Είναι δύσκολο να περιγράψει κάποιος τις σκηνές που διαδραματίστηκαν εκείνη τη στιγμή.Τα πατριωτικά τραγούδια και τα συνθήματα υπέρ της Κύπρου δονούσαν τον αέρα. Πλήθος κόσμου μαζεύτηκε στην αυλή του δικαστηρίου και χειροκροτούσε με ενθουσιασμό τους τολμηρούς. Η αναχώρηση για τις Κεντρικές Φυλακές είχε πάρει μορφή συλλαλητηρίου. Οι Άγγλοι στρατιώτες με σπρωξιές, φωνές και σχεδόν σηκωτούς, έβαλαν τους καταδικασθέντες στην κλούβα που περίμενε. Όλοι οδηγήθηκαν στις Κεντρικές Φυλακές, όπου παρέμειναν για λίγες μόνο μέρες, αφού με την υπογραφή της συνθήκης Ζυρίχης Λονδίνου, ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο, οι φυλακές άνοιξαν κι όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι γύρισαν στα σπίτια τους.Ανεξάρτητα από το ποιοι φυλακίστηκαν και ποιοι όχι, η τιμή ανήκει σε όλους τους Αγριδιώτες ανεξαίρετα, γιατί όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος, έδωσαν με ηρωισμό τη μάχη της αξιοπρέπειας και της εθνικής υπερηφάνειας απαιτώντας το δίκιο τους.Με τη βοήθεια του Θεού και με τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους να δίνουν τέτοια παραδείγματα, ο τόπος μας είναι βέβαιο ότι θα κρατηθεί και οι νέες γενιές θα συνεχίσουν στα χνάρια των προηγούμενων μέχρι την τελική δικαίωση.Πηγή Γιαννούλα Παναγίδη Πρώην Πρόεδρος του Συνδέσμου Αποδήμων Αγριδιωτών << Ο Προφήτης Ηλίας >>

Στη φωτογραφία φαίνονται οι 6 από τις 14 Αγριδιώτισσες κοπέλες που φυλακίστηκαν, κατά την ημέρα της αποφυλάκισης τους, μετά το τέλος του αγώνα, κάτω από τα βλέμματα των Άγγλων στρατιωτών. 1η σειρά στο κέντρο ή Γιαννούλα Λουκαϊδου Παναγιδου 14 χρόνων, δεξιά ή Ελένη Βαλανιδου Καμπουριδου, αριστερά ή Στέλλα Παπαμιχαήλ.2η σειρά από αριστερά η Δέσποινα Παπαθεοδουλου, Αθανασία Ευγενιου και Νίκη Βαλανιδου Σωκράτους.

Πηγή: Timo Christos Nicolaidou

Categories
Μάρτιος

Έτσι δολοφόνησαν τον μικρό Δημητράκη..

Ο Δημητράκης Δημητριάδης, ο μικρός ήρωας όπως τον αποκαλούσε ο Διγενής, ήταν μόλις επτά χρονών, μαθητής στη Β΄ τάξη του δημοτικού σχολείου, όταν τον πυροβόλησε Άγγλος στρατιώτης κατά τη διάρκεια διαδήλωσης. Οι γονείς του ήταν χωρισμένοι, η μητέρα του έφυγε για την Αγγλία και ο Δημητράκης ζούσε με τη γιαγιά του Χρυσταλλού Μιχαήλ Κουτέ και πουλούσε λουλούδια, για να εξοικονομήσει τα προς το ζην. Ήταν παιδί ήρεμο, αλλά πολύ ριψοκίνδυνο.

Μετά την εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, του Μητροπολίτη Κυπριανού, του Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου και του Πολύκαρπου Ιωαννίδη, στις 9 Μαρτίου 1956, επικρατούσε στη Λάρνακα, όπως και σε όλη την Κύπρο, μεγάλος αναβρασμός. Οι μαθητές και ο μαθήτριες όλων των σχολείων κατήλθαν σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Στις 14 Μαρτίου 1956 τα παιδιά της Αστικής Σχολής Καλογερά, όπου φοιτούσε και ο Δημητράκης, ακολούθησαν μαθητές του Εμπορικού Λυκείου, σε μια μαχητική διαδήλωση. Κινητοποιήθηκαν δυνάμεις ασφαλείας και οι διαδηλωτές κατέφυγαν στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου και άρχισαν να κτυπούν τις καμπάνες. Οι στρατιώτες περικύκλωσαν την εκκλησία και έριχναν δακρυγόνες βόμβες εναντίον των μαθητών που τους λιθοβολούσαν.

Μια ομάδα παιδιών, μεταξύ των οποίων και ο Δημητράκης, κατέφυγαν στην οδό Λέοντος του Σοφού, όπου τους προσπέρασε στρατιωτικό αυτοκίνητο με οπλισμένους στρατιώτες και προχώρησε στην οδό Νικολάου Ρώσου, τώρα Δημητράκη Δημητριάδη.

Οι στρατιώτες κατέβηκαν από το αυτοκίνητό τους και ταμπουρώθηκαν πίσω από τον τοίχο της γωνιάς του δρόμου. Τα μεγαλύτερα παιδιά αποχώρησαν φωνάζοντας και στο Δημητράκη να τους ακολουθήσει. Εκείνος όμως εξακολούθησε να λιθοβολεί και ένας από τους στρατιώτες τον σημάδεψε στο κεφάλι. Η σφαίρα πέρασε λίγο πιο πάνω από το δεξί μάτι. Οι μαθητές τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.

Πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 12 Μαρτίου 2022, η ταφή των λειψάνων του νεαρότερου ήρωα της ΕΟΚΑ, Δημητράκη Δημητριάδη, στο κοιμητήριο Αγίου Γεωργίου (Κοντού) στη Λάρνακα.

Πηγή: Charalambos Kapetanios

Categories
Μάρτιος

Θα τον κρεμάσουν απόψε..

Πλησιάζει η 11 μμ , η ώρα που οι ευγενείς της αυτοκρατορίας απηγχόνισαν τον ΕΥΑΓΟΡΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗ: Ας μείνουμε όλοι σιωπηλοί , μες την συνάφεια των ημερών και ας αναλογισθούμε το χρέος. Σκέφτομαι και μετρώ τα δέκα βήματα που έκανε από το κελί μέχρι το θυσιαστήριο και τα τρία βασανιστικά λεπτά στην αγχόνη μέχρι να τον αναρπάσει η Ελλάδα. Ένας δεκαεφτάχρονος ποιητής που πέθανε για την Ελευθερία, για την Ένωση, για τα δικαιώματα του Ανθρώπου, συνιστά τα Άγια των Αγίων της ζωής μου.

Categories
Μάρτιος

Σαν σήμερα 09/03/1956 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εξορίζεται στις Σεϋχέλλες

Το μεσημέρι της Παρασκευής 9 Μαρτίου 1956, πολύς κόσμος ήταν συγκεντρωμένος στο προαύλιο της Αρχιεπισκοπής Κύπρου και του καθεδρικού ναού του Αγίου Ιωάννη Λευκωσίας. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ (1913-1977) επρόκειτο να ταξιδεύσει εκείνη τη μέρα στην Αθήνα, για διαβουλεύσεις με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που είχε εξασφαλίσει στις πρόσφατες εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου τη λαϊκή επιδοκιμασία και ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Λίγες ημέρες πριν, στις 29 Φεβρουαρίου, οι συνομιλίες του Μακαρίου με τον κυβερνήτη, στρατάρχη Τζον Χάρντινγκ (1896-1989) είχαν καταλήξει σε αδιέξοδο. Η παρουσία στο τελευταίο στάδιο των συνομιλιών του υπουργού Αποικιών Aλαν Λένοξ Μπόιντ όχι μόνο δεν βοήθησε, αλλά, αντίθετα, έδωσε θεαματικές διαστάσεις στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Την ίδια ημέρα (29 Φεβρουαρίου) είχε ανακοινωθεί η θανατική καταδίκη δύο άλλων νεαρών Κυπρίων αγωνιστών, του Ανδρέα Ζάκου και του Χαρίλαου Μιχαήλ: ο Χάρντινγκ επέμενε να αντιμετωπίζει άτεγκτα τους «τρομοκράτες» της ΕΟΚΑ, της οργάνωσης των Ελλήνων Κυπρίων που είχε ξεκινήσει την 1η Απριλίου 1955 ένοπλο αγώνα για την ένωση του νησιού με την Ελλάδα.

Οπως φαίνεται από ημερολογιακή καταγραφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου (από τα ελάχιστα χειρόγραφά του που έχουν διασωθεί και δημοσιευθεί), είχε ενημερωθεί την προηγούμενη μέρα, 8 Μαρτίου, από τον γέροντά του, ηγούμενο Κύκκου Χρυσόστομο, για το ενδεχόμενο σύλληψής του στη διαδρομή από την Αρχιεπισκοπή στο Αεροδρόμιο Λευκωσίας. Σενάρια για πιθανή εξορία του, εξάλλου, είχαν γραφεί τόσο στον βρετανικό όσο και τον ελληνικό Τύπο, από τον Οκτώβριο του 1955. Αλλωστε, η σκιά της αποικιακής καταστολής απλωνόταν βαριά πάνω από την Εκκλησία του Αποστόλου Βαρνάβα: ο προκάτοχος του Μακαρίου στην Αρχιεπισκοπή, Μακάριος Β΄, ήταν εξόριστος των Βρετανών από την οκτωβριανή εξέγερση του 1931 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1946. Ο επίσκοπος Νικόδημος Μυλωνάς, προκάτοχος του Μακαρίου Γ΄ στη Μητρόπολη Κιτίου, είχε αποβιώσει εξόριστος στα Ιεροσόλυμα, το 1937, ενώ ο αρχιεπισκοπικός θρόνος παρέμεινε κενός από το 1933 ώς το 1947, εξαιτίας των «εκκλησιαστικών νόμων» της παλμερικής δικτατορικής διακυβέρνησης.

Ψευδαίσθηση

Η εξορία του Μακαρίου αποφασίστηκε ύστερα από επίμονα αιτήματα του Χάρντινγκ προς τη συντηρητική κυβέρνηση του Αντονι Ηντεν. Δεν αποκλείεται η απόφαση να επηρεάστηκε από την αιφνιδιαστική απόλυση (1η Μαρτίου 1956) από την αρχηγία της «Αραβικής Λεγεώνας» και απέλαση από την Ιορδανία του «Γκλαμπ πασά», από τον βασιλιά Χουσεΐν. Ηταν μια ευκαιρία, με την εκτόπιση του Μακαρίου να δοθεί απάντηση στη μειωτική για το αυτοκρατορικό γόητρο απομάκρυνση του στρατηγού Γκλαμπ, που φαινόταν να ολοκληρώνει τον αντιβρετανικό κύκλο στη Μέση Ανατολή, που είχαν ανοίξει οι ενέργειες του Νάσερ στην Αίγυπτο. Στην απόφαση του βρετανικού υπουργικού συμβουλίου της 6ης Μαρτίου για εξορία του Μακαρίου βάρυναν οι ισχυρισμοί του Χάρντινγκ ότι οι αποικιακές αρχές στην Κύπρο είχαν «σημαντικές ενδείξεις» ότι ο Αρχιεπίσκοπος «είχε ηγετική θέση στην καθοδήγηση και υποκίνηση του τρομοκρατικού κινήματος». («Ενδείξεις» που δεν ήταν αρκετές για να οδηγήσουν τον Μακάριο στο δικαστήριο…) Ο Χάρντινγκ ανέμενε ότι η εξορία του Μακαρίου και η απομόνωσή του θα διευκόλυνε την εξεύρεση στην Κύπρο «μετριοπαθών» συνομιλητών. Ελπίδα που αποδείχθηκε ψευδαίσθηση και μωρία.

Το κατηγορητήριο για τους τέσσερις εξορίστους

Γύρω στις 2 το μεσημέρι της 9ης Μαρτίου, το αυτοκίνητο του Αρχιεπισκόπου, με οδηγό τον αδελφό του, Γιακουμή, έφτασε στο αεροδρόμιο Λευκωσίας. Εκεί, ένας Βρετανός αξιωματικός οδήγησε τον Μακάριο σε ένα άδειο αεροπλάνο της ΡΑΦ, τύπου Χέιστιγκς, περικυκλωμένο από ένοπλους στρατιώτες. Αφού επιβιβάστηκαν, του διάβασε το διάταγμα απελάσεως, υπογεγραμμένο από τον Χάρντινγκ στις 7 Μαρτίου 1956, με το οποίο διατασσόταν «να εγκαταλείψη την Αποικίαν (…) και να παραμείνη εφ’ εξής εκτός της Αποικίας (…) υπό την φρούρησιν της κυβερνήσεως της Αυτής Μεγαλειότητος». Στο διάστημα που παρέμειναν μόνοι τους στο αεροπλάνο, ο Αγγλος αξιωματικός εκμυστηρεύθηκε στον Μακάριο ότι είχε υπηρετήσει κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα, την οποία αγαπούσε και όπου είχε αρκετούς φίλους. Ηταν μια αφορμή να θυμηθεί ο Αρχιεπίσκοπος τη διαμονή του στην Αθήνα, την εποχή του ελληνοϊταλικού πολέμου και της γερμανικής κατοχής, αλλά και τις ελληνικές θυσίες στον πόλεμο. Εγραψε στο ημερολόγιό του: «Εβοήθησα με κίνδυνον της ζωής μου εις την φυγάδευσιν ή απόκρυψιν Αγγλων στρατιωτών, οίτινες δεν κατώρθωσαν να φύγουν με τα αποχωρήσαντα εκ της Ελλάδος προς την Μ. Ανατολήν αγγλικά στρατεύματα. Και όμως σήμερον στέλλομαι υπό των Αγγλων εις την εξορίαν. Απελαύνομαι εκ του τόπου εις τον οποίον εγεννήθην και όπου έχω τίτλους τους τάφους των προγόνων μου. Διά ποίον λόγον; Διότι εξεδήλωσα την ζωηράν αγάπην μου προς την ελευθερίαν, διά την οποίαν προ ολίγων μόλις ετών οι Αγγλοι εκάλεσαν και τους Κυπρίους να πολεμήσουν».

Λίγο αργότερα μεταφέρθηκαν στο αεροπλάνο, κατά σειρά, ο ιερέας του ναού της Φανερωμένης Λευκωσίας Σταύρος Παπαγαθαγγέλου (1911-2001), ο μητροπολίτης Κυρηνείας Κυπριανός (1908-1985) και ο γραμματέας της ίδιας Μητρόπολης, Πολύκαρπος Ιωαννίδης (1903-1976). Στις 4.15 το απόγευμα το αεροπλάνο ήταν έτοιμο για αναχώρηση. Στους επιβάτες του προστέθηκαν τρεις αστυνομικοί με πολιτικά, φρουρά των εξορίστων. Η τελική κατεύθυνση ήταν άγνωστη. Οπως κραύγαζαν τα οργισμένα πρωτοσέλιδα των αθηναϊκών εφημερίδων της επόμενης ημέρας, ήταν μια γκανγκστερική απαγωγή. Ο Χάρντινγκ και το υπουργείο Αποικιών αιτιολόγησαν την εξορία καταλογίζοντας αόριστα στον Κύπριο πρωθιεράρχη ότι ήταν αναμεμειγμένος στην προετοιμασία του αγώνα της ΕΟΚΑ από το 1951, βρισκόταν σε προσωπική επαφή με τους ηγέτες της οργάνωσης, τους βοηθούσε οικονομικά και δεν είχε καταδικάσει τη βία. Οπως τόνιζε η βρετανική ανακοίνωση, «ο κυβερνήτης κατέληξε κατόπιν μακράς σκέψεως εις το συμπέρασμα ότι ο Αρχιεπίσκοπος αποτελεί τώρα προσωπικώς σημαντικόν εμπόδιον διά μίαν επιστροφήν εις ειρηνικάς συνθήκας και ότι συνεπώς, η επιρροή του πρέπει να εξαλειφθή εκ της νήσου προς το συμφέρον της προωθήσεως της ειρήνης, της τάξεως και της καλής διακυβερνήσεως». Για τον Μητροπολίτη Κυρηνείας υποστηριζόταν ότι «ακόμη και μετά την κήρυξιν της καταστάσεως επειγούσης ανάγκης εξηκολούθησεν επιμόνως να παροτρύνη τους Κυπρίους εις την διενέργειαν βιαιοπραγιών», ενώ για τον ιερέα της Φανερωμένης τονιζόταν: «Η γνωστή υπό το όνομα ΟΧΕΝ [Ορθόδοξος Χριστιανική Οργάνωσις Νέων] ήσκησε την πλέον ολεθρίαν επιρροήν επί της κυπριακής νεολαίας και εχρησιμοποίησε την οργάνωσιν αυτήν διά την προετοιμασίαν των μελών της ΕΟΚΑ». Τέλος, για τον Π. Ιωαννίδη (με πολύμηνες φυλακίσεις και εκτοπισμό την περίοδο 1931-1955, για τη δημοσιογραφική και εθνική του δράση) αναφερόταν ότι «υπεστήριξε δημοσία την στάσιν και την χρησιμοποίησιν βίας μέχρις ακρότητος». Αξίζει να προστεθεί ότι αμέσως μετά τις συλλήψεις, στρατιωτικές δυνάμεις κατέλαβαν το κτίριο της Αρχιεπισκοπής και

αφού εκδίωξαν τους κληρικούς και τους υπαλλήλους, πραγματοποίησαν εκτεταμένες έρευνες για ανακάλυψη στοιχείων για την ανάμειξη του Μακαρίου στην ΕΟΚΑ. Στη διάρκεια των ερευνών κατασχέθηκαν εκατοντάδες πολύτιμα έγγραφα από το Αρχείο της Αρχιεπισκοπής, που χρονολογούνταν από την αρχή της Αγγλοκρατίας (1878), τα οποία μέχρι σήμερα δεν έχουν επιστραφεί.

Το στρατιωτικό αεροπλάνο μετέφερε τους τέσσερις εξορίστους στη Μομπάσα της Κένυας. Εκεί, επιβιβάστηκαν σε φρεγάτα του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, που τους οδήγησε στο Μαχέ, στις Σεϋχέλλες. Ο τόπος κράτησής τους ήταν η εξοχική έπαυλη «Σαν Σουσί», σε υψόμετρο 330 μέτρων, μέσα σε τροπική βλάστηση. Οπως αναφέρει ο Βρετανός ιστορικός Ρόμπερτ Χόλαντ, αρχική πρόθεση του κυβερνήτη των Σεϋχελλών Γουίλιαμ Αντις (1901-1978) ήταν να στεγαστούν οι Κύπριοι εξόριστοι στην έπαυλη «Βαστίλλη», γεγονός που πανικόβαλε τον υπουργό Αποικιών, που του υπέδειξε έντρομος «ότι είναι απολύτως προς το συμφέρον μας να μην παρουσιασθεί στο Κοινοβούλιο και στον Τύπο ένα τόσο άγαρμπο αστείο». Η εικόνα της Αυτοκρατορίας, ηγέτιδος του «ελευθέρου κόσμου», έπρεπε να διατηρείται, πρωτίστως, ατσαλάκωτη…

Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου στο «Σαν Σουσί»

Στο σύντομο αυτό άρθρο δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε στις αντιδράσεις, εντός και εκτός Κύπρου, από τη σύλληψη και την εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, και τις επιπτώσεις στο Κυπριακό. Για τις αντιδράσεις των εξορίστων, τη μαχητικότητα, τα αιτήματα και την καθημερινότητά τους, χρήσιμη είναι η πρόσφατη έκδοση (Λευκωσία 2014) από τη Βαρβάρα Παπασταύρου – Κορωνιωτάκη των ανέκδοτων επιστολών του πατέρα της, Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου, προς την οικογένειά του από τις Σεϋχέλλες. Εκεί δημοσιεύεται και ένα ανυπόγραφο σημείωμα, που ανήκει στον Πολύκαρπο Ιωαννίδη, για το πώς γιόρτασαν οι τέσσερις εξόριστοι την 25η Μαρτίου 1956: «Σήμερον ηξιώθημεν να παρακολουθήσωμεν θείαν λειτουργίαν. Ητο όσον ποτέ συγκινητική. Συνεκλόνισε την ύπαρξίν μας. Ναός μία γωνία του καταλύματός μας. Αγία Τράπεζα εν κοινόν έπιπλον. Αντιμήνσιον και δισκοπότηρον τα υπό του ενταύθα αγγλικανού πρωθιερέως. Λειτουργός-διάκονος, ιερεύς και αρχιερεύς συγχρόνως η Α.Μ. ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Ψάλται ο Αγιος Κυρηνείας και ο Παπασταύρος. Και εκκλησίασμα ολόκληρος ο λαός. Δηλαδή εγώ. Τέσσερεις εν όλω ψυχαί. Ελατρεύσαμεν τον Κύριον όπως περίπου οι Χριστιανοί των κατακομβών. (…) Είναι, όμως, η σημερινή Κυριακή επέτειος της εθνικής μας εορτής. Και δεν είναι δυνατόν να την λησμονήσωμεν. Εν κατανύξει ετελέσαμεν εν συνεχεία της λειτουργίας δοξολογίαν. Ο Μακαριώτατος ανέγνωσε την νενομισμένην ευχήν υπέρ της Ενώσεως, ο δ’ άγιος Κυρηνείας έδωκε το σύνθημα ζητωκραυγών υπέρ της αθανάτου Ελλάδος, του Βασιλέως ημών Παύλου, της Ενώσεως. Δάκρυα συγκινήσεως εγέμισαν τους οφθαλμούς μας». Το αγωνιστικό φρόνημα της ομάδας θα διατηρούνταν υψηλό μέχρι τον Απρίλιο του 1957, όταν επετράπη στους εξορίστους να εγκατασταθούν οπουδήποτε εκτός από την Κύπρο. Αντιθέτως, το αδελφικό κλίμα μεταξύ τους αντικαταστάθηκε, σταδιακά, από διαφωνίες και καχυποψία. Από μιαν άποψη, ίσως αυτό αποτελούσε και το μόνο ουσιαστικό κέρδος για τους Βρετανούς από την εξορία των τεσσάρων Κυπρίων στις μαγευτικές Σεϋχέλλες το 1956-1957…

* Ο κ. Πέτρος Παπαπολυβίου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Πηγή: Kathimerini.gr

Categories
Μάρτιος

Η ιστορία γράφεται από τους Αυξεντίου: Μπορούσε να παραδοθεί και να ζήσει, επέλεξε την μεγάλη μάχη με τους Εγγλέζους και το θάνατο και νίκησε

Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

Στις 3 Μαρτίου 1957, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, μια από τις κορυφαίες μορφές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, 1955-1959, έπεσε μαχόμενος  εναντίον του αποικιακού ζυγού και για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

  • Θα μπορούσε να παραδοθεί και να ζήσει. Μπορούσε, αλλά δεν το έκανε.

Όλο το «βιογραφικό» του ήταν γεμάτο αγώνες και η κληρονομιά που άφησε, αναδεικνύει αυτό που σήμερα είναι μακρινό και ξένο. Ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν για την ελευθερία και τα ιδανικά.

Στις μέρες μας, αυτό που έμεινε είναι να τιμούνται οι ήρωες σε ετήσια μνημόσυνα και εκδηλώσεις, με επαναλαμβανόμενες διακηρύξεις.

Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, όπως και ο Μάτσης, ο Παλληκαρίδης και τόσοι άλλοι, θυσίασαν τη ζωή τους  για ένα αγώνα και για ιδεώδη, τα οποία πρότασσαν τότε οι νέοι. Αυτοί, για να αντιγράψω τον Χρόνη Μίσσιο, μια εμβληματική φυσιογνωμία της ελληνικής αριστεράς, αυτοί έφυγαν νωρίς. Δεν έζησαν ούτε προδομένους αγώνες, ούτε και την καταστροφή της Κύπρου. Την παράδοση της στην Τουρκία από πατριδοκάπηλους προδότες, σε Ελλάδα και Κύπρο.

Εκείνη την ημέρα, ο Γρηγόρης Αυξεντίου γνώριζε πως προδόθηκαν. Το είπε άλλωστε στους συντρόφους του:

  • «Ο θεός να με βγάλει ψεύτη, προδοθήκαμε».

«Το παραδοθείτε», που φώναξαν οι Άγγλοι, περικυκλώνοντας το κρησφύγετο, στα βουνά του Μαχαιρά, είχε απάντηση.  «Μέχρι σήμερα μαθαίνατε πώς πολεμούν οι Έλληνες. Σήμερα θα μάθετε και πως πεθαίνουν», είπε στους συντρόφους του και τους ζήτησε να φύγουν. Ήθελε σε αυτή την τελευταία μάχη να αναμετρηθεί με τον εχθρό, τους αποικιοκράτες. Αλλά και να αναμετρηθεί και με το θάνατο. Νίκησε και τους αποικιοκράτες, νίκησε και το θάνατο, γιατί παρέμεινε αθάνατος και δοξασμένος.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Πέτρο Παπαπολυβίου, «πρώτος επιχείρησε να ανατινάξει το κρησφύγετο του Αυξεντίου, ο λοχαγός του βασιλικού μηχανικού Ντένις Σάτλγουορθ. Ήταν συνομήλικος του Αυξεντίου και βετεράνος διεθνής παίκτης της Εθνικής Αγγλίας στο ράγκμπυ.

Δεν γνωρίζουμε αν ο διεθνής ποδοσφαιριστής έχει αφήσει πίσω του κάποια γραπτή μαρτυρία, ωστόσο σίγουρα, η ιστορία που προκαλεί ανατριχίλα είναι εκείνη που μοιράστηκαν και τα ξένα έντυπα, για τον ερασιτέχνη ποδοσφαιριστή που απάντησε στον επαγγελματία διεθνή παίκτη: Μολών Λαβέ.

  • Και αντέστη μόνος εναντίον 60 άγγλων στρατιωτών, εναντίον του πυρός των πολυβόλων, εναντίον της φλεγομένης βενζίνης και εναντίον των εκρηκτικών υλών. Ο ανθυπολοχαγός Μίντλετον που γνώριζε ελληνικά τον εκάλεσε να παραδοθή. Και από το άνοιγμα του κρυψώνος ηκούσθη η πολεμική κραυγή που απηθανάτισε τον Λεωνίδαν εις τας Θερμοπύλας: Μολών Λαβέ»

Ο συνταγματάρχης Μόραν ο οποίος διεύθυνε τις επιχειρήσεις δήλωσε: «Ο Αυξεντίου διεξήγαγε μίαν τρομεράν και εμπνευσμένη μάχη επί δέκα ώρες».

Ο Βάσος Λυσσαρίδης σε ποίημα του, που δημοσιεύθηκε στον «Φιλελεύθερο», την Κυριακή 8 Μαρτίου 1959, έγραφε για τον Αυξεντίου:

Ω ΞΕΙΝ ΑΓΓΕΛΛΕΙΝ

Ω ξειν αγγέλλειν γενεαίς Κυπρίων ότι Τήδε κείμαι τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ Μια χλαλοή, αντάρα, θύελλα, Βουνά σκορπούν, βουνά βογγούν φωτιά, μολύβι, θάνατος.

Δάση σκορπίζουν, χάνονται.

Τρέμει το παν κι’ ο πυρετός καίει τη γής

Που είν’ άρρωστη απ’ τον καϋμό κι’ από το κάμωμα.

Τιτάνες θέ να μάχονται, μιλιούνια στρατιές Πάρα πολλοί είν’ οι οχτροί, θα πρέπει νάν πολλοί κι’ οι φίλοι.

Φυσάει ο αγέρας μυρωδιές, καψίλα και μπαρούτι,

Φυσάει φωνές, φυσάει βροντές, φυσάει αστραπές και σάρκα,

Πέφτουν κορμιά, μάτια δειλά, φωνές ξένες παράξενες Αίμα ποτίζει ολόκαυτο τη διψασμένη γης

Μ’ αυτή ξερνά, αναδεύεται, δε δέχεται το τάμα,

Τ΄ είν βρώμικο, είν άρρωστο, φαρμακωμένο, αφιόνι.

Βρέχει φωτιά, βρέχει βρωμιά, βρέχει αίμα, βρέχει βούρκο,

Βρέχει ψυχές, βρέχει όνειρα, βρέχει ορμές και νειάτα,

Βρέχει ψηλά ονείρατα, μια κούνια, ένα παιδί, Ένα κλάμα, ένα χαμόγελο, βρέχει μια κοπελλίτσα, βρέχει φιλιά, χαϋδέματα, βρέχει αλμυρή μια πίκρα για κάποιο Ιούδα κίτρινο.
Κι’ ένα λεπτό σιγή.

Δειλό τραγούδι αηδονόλαλο, θολή μια οπτασία μια ζωή αρχίζει κι’ έκλεισε, ανοίγει μια σελίδα.

Ένα περβόλι ολάνθιστο, γλέντι, συρτός, κρασί, ανθρώποι πάνε κι’ έρχονται, στη μέση αυτή κι’ εσύ.

Φυσάει ο αγέρας μυρωδιές κρασί, χαρά κι’ αγάπη.

Βρέχει νερό, βρέχει χορό, βρέχει ζωή, τραγούδια, Βρέχει ψυχές, βρέχει όνειρα, βρέχει χαρές, λουλούδια.

Το ιντερμέτιο έκλεισε

Σειέται και πάλι η γης.

Τα βόλια πάνε κι’ έρχονται, αντάρα, κάπνη, κλάμα.

Δειλές ψυχές δειλές καρδιές, κρυμμένες, κρύες, δούλες.

Κι’ ένας σεισμός ηφαίστειο,

Ξέρασε τα έγκατα η γης, μουγκρίζει ο Προμηθέας.

Βουνά πηγαίνουν κι’ έρχονται,

Και πάλι μια σιγή.

Το κάστρο πάει, έπεσε. Νεκρώθηκε η αντάρα, κοιμήθηκ’ ο παλμός.

Δειλά, φρικτά, καμπούρικα, κίτρινα, σκουριασμένα, ερπετά μιλιούνια σέρνονται προς το νεκρό καστρί.

Φοβούνται ακόμα τη σιγή, φοβούνται τους χαμένους, φόβος τρυπάει τη σάρκα τους, καρφώνει την ψυχή τους.

Μα πάνε ομπρός, μιλιούνια τα ερπετά.

Στην πόρτα εκεί, στην άκρη της σπηλιάς, στέκει ο νεκρός, στέκει πεσμένος.

Στην πόρτα εκεί, στην άκρη της σπηλιάς φυλάει φρουρός ακοίμητος ο πεθαμένος.

Τιτάνες θε να μάχονταν μιλιούνια στρατιές,

Πάρα πολλ’ ήσαν οι οχτροί, ένας ήταν ο φίλος.

Φυσάει και πάλι μυρωδιές, λιβάνι και καπνό.

Φυσάει φωνές, φυσάει βροντές, φυσάει αστραπές και σάρκα,

Φυσάει ο αγέρας μυρωδιές, αντρειότη και λαχτάρα.

Φυσάει λυγμούς, φυσάει οδυρμούς, θλίψη καϋμό και κλάμα.

Βρέχει ψυχές, βρέχει καρδιές, βρέχει αίμα, βρέχει θρήνο, βρέχει φωτιά και λεβεντιά, βρέχει ορμές, χαμένα νειάτα.

Αίμα ποτίζει ολόκαυτο τη διψασμένη γης κι’ αυτή ριγάει, αναριγά, ρουφάει κι’ ανασαίνει.

Τ’ είναι το τάμα ακριβό, λεβέντικο, αντρειωμένο.

Θρηνάει βουβά, θρηνάει μουγγά, θρηνάει χωρίς ανάσα.

Θρηνά η βροχή, θρηνά η βροντή, θρηνά η αστραπή κι’ η μάνα.

Θρηνούν λαγκάδια και χωριά, θρηνούν χωριά και πόλεις, θρηνούν αντάρτες και παιδιά, χαμόσπιτα και σπήλια, θρηνάει η φύσις όλη
.
Μα η σπηλιά βροντάει ξανά, ζωντάνεψε ο φρουρός

Γκρεμίζονται και χάνονται σκουλήκια οι οχτροί

Πατάει ομπρός, πετάει ομπρός, ορμάει στητός κι’ ολόρθος

Βγάζει φωνή, βγάζει κραυγή, τρυπάει αυτιά και σάρκα,

Αδέλφια, εγώ είμαι εδώ στους Κύπριους να πείτε, πως είμαι δω της λευτεριάς ακοίμητος φρουρός, πιστός στην εντολή τους,

Αδέλφια πάντα ομπρός.

Πηγή: hellasjournal.com

Categories
Μάρτιος

Η τελευταία νύχτα του Αυξεντίου

Ο Αυξεντίου ήταν ο πρώτος τομεάρχης της ΕΟΚΑ στην περιοχή Αμμοχώστου και την 1η Απριλίου του 1955 ηγήθηκε των επιθέσεων εναντίον αγγλικών στόχων στον τομέα του. Επικηρύχθηκε από τους Άγγλους από την ημέρα εκείνη για το ποσό των 250 λιρών, το οποίο αργότερα αυξήθηκε σε 5.000 λίρες.

Μετά την επικήρυξή του κατέφυγε στην οροσειρά του Πενταδακτύλου και ηγήθηκε της πρώτης ορεινής ανταρτικής ομάδας στο Μαύρο Όρος, όπου ανέπτυξε πλούσια δράση. Από εκεί, στις 29 Νοεμβρίου 1955, κλήθηκε από το Διγενή στο αρχηγείο της ΕΟΚΑ στην περιοχή Σπηλιών. Στις 11 Δεκεμβρίου 1955 επέδειξε τις εξαίρετες στρατιωτικές του ικανότητες στην ιστορική μάχη των Σπηλιών, παρασύροντας δυο φάλαγγες των Άγγλων στρατιωτών, που ανηφόριζαν προς τα κρησφύγετα, να συγκρουστούν μεταξύ τους. Ο Διγενής του ανέθεσε μαζί με τον τομέα Πιτσιλιάς και τα χωριά της Ορεινής – Μαχαιρά. Τον Ιούλιο του 1956 προστέθηκαν στον τομέα του και τα κρασοχώρια Λεμεσού. Έδρασε με τα ψευδώνυμα Ζήδρος, Αίας, Άρης, Ρήγας, Ζώτος, Ανταίος και έγινε το φόβητρο των Άγγλων και ο θρύλος των συμπατριωτών του.

Στις 3 Μαρτίου 1957 Άγγλοι στρατιώτες περικύκλωσαν το κρησφύγετό του κοντά στο Μαχαιρά, ύστερα από προδοσία. Η μάχη κράτησε για ώρες. Στην ομάδα του ήταν οι Ανδρέας Στυλιανού, Αυγουστής Ευσταθίου, Αντώνης Παπαδόπουλος και Φειδίας Συμεωνίδης, τους οποίους, όμως, διέταξε να βγουν από το κρησφύγετο.

Σύμφωνα με μαρτυρία του συμπολεμιστή του Αυγουστή Ευσταθίου, που μετά τη ρίψη χειροβομβίδας στο κρησφύγετο επέστρεψε, με υπόδειξη των Άγγλων, για να διακριβώσει, αν ο Αυξεντίου ήταν ζωντανός και παρέμεινε σ’ αυτό, προσπάθειά τους ήταν να κρατήσουν τη μάχη μέχρι να νυχτώσει και επωφελούμενοι από το σκοτάδι να διαφύγουν. Οι Άγγλοι στρατιώτες, που αντιλήφθηκαν το σκοπό τους, περιέλουσαν το κρησφύγετο με βενζίνη, το πυρπόλησαν και έκαψαν ζωντανό τον Αυξεντίου, ενώ ο Αυγουστής διασώθηκε με βαριά εγκαύματα.

Από φόβο λαϊκών εκδηλώσεων οι Άγγλοι έθαψαν το καμένο σώμα του Αυξεντίου στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, στο χώρο που είναι γνωστός σήμερα ως Φυλακισμένα Μνήματα.

Η τελευταία νύκτα του Αυξεντίου

Ήταν Σάββατο βράδυ, φάγαμε χαλλούμι και ψωμί και διψάσαμε. Έξω έβρεχε ασταμάτητα. Οι τσίγκοι του κρησφύγετου ήταν μεταχειρισμένοι, γεροί μεν, αλλά με αρκετές τρύπες. Από αυτές έτρεχε μέσα νερό οπόταν βάζαμε το παγούρι μας και μαζεύαμε νερό προσπαθώντας με αυτό το τρόπο να ξεδιψάσουμε.

Όταν σταμάτησε η βροχή ο Αυξεντίου ζήτησε εθελοντές να κατέβουν στο ποταμό να φέρουν νερό. Αμέσως είπα : »Nα πάω εγώ Μάστρε;»» Kάτσε βρε τζιαμέ που είσαι , να τζιυλήσεις τίποτε πέτρες τζιαι να μας πάρουν χαπάρι οι Εγγλέζοι! Να παν οι βουνίσιοι.» Και διέταξε τον Φειδία και τον Αντρέα.

Ύστερα από μισή ώρα γύρισαν και μας είπαν πως δεν είδαν και δεν άκουσαν κινήσεις των Άγγλων. Εν τω μεταξύ ξανάρχισε η βροχή και ο Αυξεντίου είπε : »Αν ακούαμε του Ματρόζου (Αυγουστής Ευσταθίου) τωρά θα είμαστε μέσα στη βροχή και θα τουρτουρούσαμεν, ενώ τωρά είμαστε μέσα το κρησφύγετο και ωχ βράζουμε.»

Είχα προτείνει πριν να μην μείνουμε στο κρησφύγετο το βράδυ αλλά μέσα σε λατζιές 500 μέτρα μακρυά για να δοκιμάσουμε αν ήταν προδομένο ή όχι.Και ο Αυξεντίου συνέχισε: » Αν μέναμε έξω στις λατζιές σε περίπτωση έρευνας θα μας έβρισκαν , ενώ τωρά που εννά βρουν μια τρύπα μες τη γη;»Όταν τον ρώτησα αν είναι προδομένο το κρησφύγετο τι θα κάνουμε , μου απάντησε » Εγώ θα πολεμήσω ».

Έτσι καταλήξαμε και μείναμε στο κρησφύγετο. Για μας ήταν η τελευταία μας μέρα ως αντάρτες και για τον Αυξεντίου ως θνητό.

Η επόμενη μέρα θα ήταν η μεγάλη μέρα της δοκιμασίας.».

Αυγουστής Ευσταθίου

[Pride Of Famagusta]